Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν σημαντικό οικονομικό βάρος στις αναπτυγμένες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, αφού συνδέονται άμεσα με τη μείωση της παραγωγικότητας και την πρόωρη θνησιμότητα του πληθυσμού. Αν δεν ληφθούν σοβαρά μέτρα πρόληψης και ενημέρωσης, η θνησιμότητα και οι κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις των καρδιαγγειακών νοσημάτων θα αυξάνονται συνεχώς τις επόμενες δεκαετίες παρά το γεγονός της βελτίωσης των διαθέσιμων θεραπευτικών λύσεων.
Νέα δεδομένα για την αποτελεσματικότερη διαχείριση των ασθενών που διατρέχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, καθώς πάσχουν τόσο από διαβήτη όσο και από δυσλιπιδαιμία παρουσιάστηκαν από διεθνούς εμβέλειας επιστήμονες σε περισσότερους από 400 Έλληνες επαγγελματίες υγείας, στην επιστημονική εκδήλωση «CardioMetabolic Summit», που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 6 και το Σάββατο 7 Φεβρουαρίου στην Αθήνα, υπό την αιγίδα 6 επιστημονικών εταιριών και με την υποστήριξη των εταιρειών MSD και ΒΙΑΝΕΞ.
Το CardioMetabolic Summit» πραγματοποιείται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και παρουσιάζει μεγάλο επιστημονικό ενδιαφέρον καθώς απευθύνεται σε όλες τις ιατρικές ειδικότητες που εμπλέκονται στην αντιμετώπιση και διαχείριση τόσο του διαβήτη όσο και των λιπιδίων. Φέτος μάλιστα είχε ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς ανακοινώθηκαν σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τη μείωση του Καρδιαγγειακού Κινδύνου μέσω της ελάττωσης της LDL χοληστερόλης.
Στο σύνολό της, η επιστημονική αυτή εκδήλωση εστίασε στον ασθενή με καρδιομεταβολικά νοσήματα και συγκεκριμένα στον ασθενή με διαβήτη και δυσλιπιδαιμία -καθώς και οι δύο αυτές παθήσεις αποτελούν βασικές αιτίες εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων, όπως είναι το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο- και στη σημασία της ολιστικής αντιμετώπισής τους.
Κεντρικά συμπεράσματα της εκδήλωσης ήταν ότι η ολιστική αντιμετώπιση των καδιομεταβολικών νοσημάτων συνίσταται στην αλλαγή του τρόπου ζωής, την εξατομικευμένη αντιμετώπιση και την τήρηση των θεραπευτικών στόχων.
Ο Α. Μελιδώνης, Διευθυντής του Διαβητολογικού Κέντρου στο Τζάνειο ΓΠΝ Πειραιά και ο Δ. Ρίχτερ Διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής, Ευρωκλινικής Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λιπιδιολογίας, Αθηροσκλήρωσης και Αγγειακής Νόσου μίλησαν, ο καθένας από την δική του οπτική ως ειδικών, για την ολιστική προσέγγιση των ασθενών με βάση τους παράγοντες κινδύνου και τις διεθνείς αλλά και τις ελληνικές συστάσεις. «Η θεραπευτική προσέγγιση θα πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή» τόνισε ο Α. Μελιδώνης, δίνοντας έμφαση στα οφέλη της έγκαιρης εντατικής ρύθμισης και την πολυπαραγοντική παρέμβαση, με στόχο την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Ο Δ. Ρίχτερ από τη μεριά του τόνισε πως οι ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη πρέπει να γνωρίζουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης τους και ανάλογα με τον συνολικό κίνδυνο που διατρέχουν, να λαμβάνουν εξατομικευμένες συστάσεις από το γιατρό τους για το τι πρέπει να κάνουν προκειμένου να τη μειώσουν. Η αλλαγή του τρόπου ζωής, η βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, η απώλεια βάρους και η σωματική άσκηση βοηθούν.
Ο D. Mikhailidis Διευθυντής Κλινικής Βιοχημείας στο Νοσοκομείο Royal Free του Λονδίνου μαζί με την N. Κατσίκη, Επιστημονική Συνεργάτη της Β΄ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, περιέγραψαν το 20ετές ταξίδι της LDL χοληστερόλης, ξεκινώντας από μελέτες που υπήρξαν «ακρογωνιαίοι λίθοι» για την θεραπευτική προσέγγιση της δυσλιπιδαιμίας, όπως οι μελέτες 4S και HPS. Παρουσίασαν επίσης και πιο πρόσφατα δεδομένα, όπως η 20ετής ανάλυση της μελέτης WOSCOPS για να δείξουν την κλινική αξία της ελάττωσης της LDL χοληστερόλης. Η τελευταία αποτελεί τη μόνη λιπιδαιμική παράμετρο που αποδεδειγμένα σχετίζεται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και γι’ αυτό αποτελεί το βασικό θεραπευτικό στόχο για τους ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη όπως συστήνεται στις θεραπευτικές οδηγίες.