Ο επιχειρηματίας, η περιουσία του οποίου υπολογίζεται στα 4,1 δισ. δολάρια, συνελήφθη λόγω της «ερυθράς αγγελίας» της Interpol, έπειτα από αίτημα του Βουκουρεστίου, αφότου καταδικάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας σε ποινή φυλάκισης 5 ετών για υπόθεση απάτης με ακίνητα.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν Διεθνή Μέσα, το ένταλμα της Interpol έχει ακυρωθεί από τις 29 Οκτωβρίου. Η εποπτική επιτροπή της Interpol (CCF) έδωσε εντολή να διαγραφεί το σχετικό ένταλμα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, υποστηρίζοντας πως η διαδικασία που διεξάγεται σε βάρος του πηγάζει από πολιτικούς λόγους και είναι σοβαρά πλημμελής.
Έτσι, ο Στέινμετζ είναι ελεύθερος να κυκλοφορεί υπό τον όρο να μη βγει από την Ελλάδα, μέχρι να αποσαφηνιστεί το ζήτημα.
Την κράτηση του Ισραηλινού επιβεβαιώνει και ο συνήγορος υπεράσπισής του Έιταν Μαόζ: «Μπορώ να επιβεβαιώσω ότι ο κ. Στέινμετζ κρατήθηκε στο αεροδρόμιο της Αθήνας λόγω σοβαρής δυσλειτουργίας στη μεταφορά δεδομένων σχετικά με την αφαίρεση της κόκκινης αγγελίας της Interpol. Χειριζόμαστε αυτό το θέμα και ελπίζουμε ότι ο κ. Στέινμέτζ θα επιστρέψει στην πατρίδα του και τις επιχειρήσεις του γρήγορα».
O Ισραηλινός επιχειρηματίας και έμπορος διαμαντιών, Μπένι Στάινμετζ ήταν μέτοχος της θυγατρικής της Εθνικής Τράπεζας, Εθνικής Πανγαίας, η οποία έχει μετονομαστεί σε Prodea. Έχει κριθεί ένοχος για διαφθορά, πλαστογραφία και δωροδοκία κατ’ εξακολούθησιν κρίθηκε από ελβετικό δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου του 2021
Καταδικάστηκε και σε πέντε χρόνια φυλάκιση και καλείται να καταβάλει υψηλότατο πρόστιμο. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς, πρόκειται για ετυμηγορία-ορόσημο σε μία από τις πιο σημαντικές υποθέσεις στον κόσμο των εξορύξεων διεθνώς.
Η ακροαματική διαδικασία διήρκεσε δύο εβδομάδες και η απόφαση του δικαστηρίου συνιστά ένα καίριο πλήγμα για τον έμπορο διαμαντιών, ο οποίος είχε αποδυθεί σε έναν αγώνα να εντοπίσει τα πλουσιότερα μη εκμεταλλευθέντα κοιτάσματα σιδηρομεταλλευμάτων στον κόσμο. Κι αυτή του η πρωτοβουλία τον έθεσε στο επίκεντρο μιας διαμάχης, η οποία απασχόλησε τις διεθνείς αρχές και έγινε η αιτία εκτεταμένων ερευνών. Ο Μπένι Στάινμετζ δήλωσε ότι θα εφεσιβάλει την απόφαση, η οποία προβλέπει και πρόστιμο της τάξεως των 50 εκατ. ελβετικών φράγκων (56,48 εκατομμύρια δολάρια). «Είναι μεγάλη αδικία», είπε στους δημοσιογράφους έξω από το δικαστήριο της Γενεύης.
Τόσο ο Στάινμεντζ όσο και ακόμα δύο άτομα, ένας Γάλλος και μία Βελγίδα, κατηγορήθηκαν ότι μέσα σε μία τετραετία από το 2006 έως και το 2010 είτε πλήρωσαν είτε ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν την καταβολή δωρεών ύψους 10 δισ. δολαρίων στην Μαμαντί Τουρέ. Επρόκειτο για μία από τις συζύγους του πρώην προέδρου της Γουινέας, Λανζάνα Κόντε, και μέσω των δωρεών αυτών εξασφάλισαν άδειες διερεύνησης για σιδηρομετάλλευμα, που βρισκόταν σε απομακρυσμένα βουνά στην περιοχή Σιμάντου στη Δυτική Αφρική. Επίσης, με τα εν λόγω χρήματα αποκτούσαν τα αναγκαία πλαστά έγγραφα, ώστε να συγκαλύψουν τις δραστηριότητές τους, έχοντας ως βιτρίνα ψευδεπίγραφες εταιρείες και τραπεζικούς λογαριασμούς. Η προεδρεύουσα της έδρας Αλεξάνδρα Μπάνα δήλωσε ότι ο Μπένι Στάινμετζ και οι συνεργάτες του είχαν χρησιμοποιήσει χαλκευμένους λογαριασμούς, ενώ προσπάθησαν να καταστρέψουν ενοχοποιητικά έγγραφα για να κρύψουν τις εγκληματικές τους πράξεις. Επιπλέον, τόνισε πως ο κ. Στάινμετζ καρπώθηκε άμεσα κέρδη από τα δικαιώματα, που είχε εξασφαλίσει για εξορύξεις στη Γουινέα, ενώ η ίδια η χώρα δεν απεκόμισε τίποτε.