Οι χρηματοοικονομικοί τίτλοι ανά τον κόσμο ξεκίνησαν το έτος με μεταβλητότητα, καθώς τον Ιανουάριο οι αγορές παγκοσμίως επλήγησαν από πολλές οικονομικές αντιξοότητες. Στις μετοχικές αγορές τα υποτονικά κέρδη της περιόδου επηρέασαν την απόδοση του δείκτη S&P 500, ο οποίος κατέγραψε τη χειρότερη μηνιαία απόδοση από τον Ιανουάριο 2014. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις ευρωπαϊκές μετοχές, οι οποίες κατέγραψαν τις καλύτερες μηνιαίες αποδόσεις εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια χάρη στα πρόσθετα μέτρα τόνωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Εξαιτίας της μεταβλητότητας στις χρηματοοικονομικές αγορές, οι επενδυτές στράφηκαν στα αμερικανικά κρατικά ομόλογα δεκαετούς διάρκειας, οι αποδόσεις των οποίων μειώθηκαν κατά 53 μονάδες βάσης στο 1,66%, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη μηνιαία πτώση της τελευταίας τριετίας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μείωσε κατά 0,3% τις προβλέψεις του για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη το 2015 στο 3,5%, παρά την οικονομική ώθηση από τις χαμηλότερες τιμές των εμπορευμάτων. Το ΔΝΤ ανέφερε ότι οι κύριοι λόγοι για αυτή τη μείωση είναι η εξασθένηση των επενδύσεων εκτός ΗΠΑ και οι ανησυχίες για την ανάπτυξη σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Ωστόσο, προβλέπει καλύτερο ρυθμό ανάπτυξης για την οικονομία των ΗΠΑ.
Οι τιμές των εμπορευμάτων παγκοσμίως εξακολουθούν να βρίσκονται σε έντονα καθοδική πορεία και έως τα τέλη Ιανουαρίου η τιμή του αργού πετρελαίου Μπρεντ υποχώρησε στα 48 δολάρια το βαρέλι. Η μείωση των τιμών των εμπορευμάτων δεν περιορίζεται μόνο στο πετρέλαιο. Τα «σκληρά» εμπορεύματα, όπως ο χαλκός, επίσης σημείωσαν μεγάλη πτώση αυτό το μήνα, καθώς και τα «μαλακά» εμπορεύματα, όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι. Ο χρυσός αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση σε αυτή την έντονη πτώση και η τιμή του κατέγραψε άνοδο 8% από τις αρχές του έτους έως σήμερα, καθώς οι επενδυτές –ανησυχώντας για την προοπτική της παγκόσμιας ανάπτυξης– στράφηκαν σε πιο ασφαλείς επιλογές.
Στην ευρωζώνη η προκαταρκτική εκτίμηση (flash estimate) για τον επίσημο πληθωρισμό μειώθηκε στο –0,6% έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρσι, καθώς η υποχώρηση των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων προκάλεσε επιδείνωση του αποπληθωρισμού στην περιοχή. Ενόψει της απότομης μείωσης του πληθωρισμού και των προβλέψεων για τον πληθωρισμό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, ανακοινώνοντας ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους 60 δισεκατομμυρίων ευρώ τον μήνα, που συνίσταται κυρίως σε αγορές κρατικών ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης. Το πρόγραμμα αγοράς τίτλων πρόκειται να ξεκινήσει τον Μάρτιο και θα διαρκέσει έως τον Σεπτέμβριο του 2016, αυξάνοντας τον ισολογισμό της ΕΚΤ κατά 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ. Οι αγορές αντέδρασαν θετικά σε αυτό το ανοιχτού τύπου πρόγραμμα και στη δέσμευση της ΕΚΤ να αντιστρέψει τον αποπληθωριστικό κύκλο της περιοχής. Μετά την ανακοίνωση, το ευρώ υποχώρησε έναντι των κυριότερων νομισμάτων και τον Ιανουάριο σημείωσε πτώση 6,7% έναντι του αμερικανικού δολαρίου.
Η προοπτική και εν συνεχεία η ανακοίνωση της ποσοτικής χαλάρωσης στην ευρωζώνη ενίσχυσαν το κλίμα εμπιστοσύνης σε όλη την περιοχή. Τον Ιανουάριο ο δείκτης ΡΜΙ για τον τομέα της μεταποίησης στην ευρωζώνη έφθασε στα υψηλότερα επίπεδά του εδώ και έξι μήνες, στο 51,0, ενώ ανοδικά κινήθηκαν και άλλοι βασικοί οικονομικοί δείκτες, όπως οι δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης και ο γερμανικός IFO. Αυτή η ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης συμπίπτει με μια αύξηση της πιστωτικής ζήτησης, όπως καταδεικνύει η έρευνα της ΕΚΤ για τον τραπεζικό δανεισμό, σύμφωνα με την οποία η συνολική ζήτηση για δάνεια έφθασε στα υψηλότερα επίπεδα από τον Σεπτέμβριο του 2006.
Ωστόσο, ο κ. Ντράγκι δεν ήταν ο μόνος κεντρικός τραπεζίτης που δραστηριοποιήθηκε τον Ιανουάριο. Η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB) εξέπληξε τις αγορές εγκαταλείποντας τη σύνδεση του ελβετικού φράγκου με το ευρώ, η οποία ίσχυε κατά την τελευταία τριετία. Η κίνηση αυτή εκτιμάται ότι έγινε εν αναμονή της ανακοίνωσης του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από πλευράς ΕΚΤ, καθώς η διατήρηση της συναλλαγματικής σύνδεσης από την SNB θα ήταν υπερβολικά ακριβή λόγω των αυξημένων μέτρων νομισματικής τόνωσης και των καθοδικών πιέσεων στο ευρώ. Μετά τη μη αναμενόμενη διαφοροποίηση της πολιτικής της ελβετικής κεντρικής τράπεζας, το φράγκο ανατιμήθηκε έναντι του ευρώ κατά 13% στη διάρκεια του μήνα. Η SNB επίσης ανακοίνωσε ότι θα μείωνε περαιτέρω το βασικό επιτόκιο κατά 50 μονάδες βάσης, σε μια προσπάθεια να ανακόψει τις αυξανόμενες αποπληθωριστικές πιέσεις.
Οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ευρώπη επανήλθαν στο προσκήνιο τον Ιανουάριο, καθώς η Ελλάδα οδηγήθηκε σε κοινοβουλευτικές εκλογές όταν δεν επήλθε συμφωνία σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας για την εκλογή νέου προέδρου της χώρας τον Δεκέμβριο. Το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που είναι σαφώς κατά της λιτότητας, κέρδισε τις εκλογές με 149 από τις 300 έδρες στη βουλή, ενώ χρειαζόταν ακόμη δύο έδρες μόνο για να έχει την απόλυτη πλειοψηφία. Ο Αλέξης Τσίπρας, πρόεδρος του κόμματος, προέβη αμέσως σε συνεργασία με το –επίσης κατά της λιτότητας– κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού απέκτησε σαφή πλειοψηφία στο νέο ελληνικό κοινοβούλιο με τις 13 επιπλέον έδρες. Η αντίδραση των αγορών ήταν σχετικά υποτονική σε όλη την Ευρώπη. Οι επενδυτές αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα δεν παρουσιάζει πλέον τον ίδιο συστηματικό κίνδυνο όπως το 2012. Οι ελληνικοί τίτλοι, ωστόσο, εξακολουθούν να εμφανίζουν μεταβλητότητα. Το Χρηματιστήριο Αθηνών σημείωσε πτώση κατά 12,6% από τη στιγμή που ανακοινώθηκαν οι πρόωρες εκλογές τον Δεκέμβριο. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων δεκαετούς διάρκειας κινήθηκαν κατά 133 μονάδες βάσης αυτό τον μήνα, καθώς επικρατεί αβεβαιότητα ως προς το μέλλον του χρέους της χώρας.
Στις ΗΠΑ, τα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν για το τέταρτο τρίμηνο ήταν απογοητευτικά. Από τις εταιρείες του δείκτη S&P βάσει της κεφαλαιοποίησης της αγοράς, 57% ανακοίνωσαν ήδη τα αποτελέσματά τους και τα κέρδη αυξήθηκαν κατά μόλις 4,5% έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρσι, ενώ οι εκτιμήσεις τοποθετούσαν την αύξηση στο 8%. Οι εταιρείες αποδίδουν τα χαμηλότερα του αναμενομένου κέρδη κυρίως στην πτώση της τιμής του πετρελαίου και στην ενίσχυση του αμερικανικού δολαρίου. Ενώ συχνά μεσολαβούν ενδεχομένως και δύο τρίμηνα εωσότου τα οφέλη των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου δώσουν ώθηση στις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που σχετίζονται με την κατανάλωση, οι αρνητικές συνέπειες στον κλάδο της ενέργειας γίνονται αισθητές σχεδόν αμέσως. Η κατά 6,7% άνοδος του αμερικανικού δολαρίου τους τελευταίους έξι μήνες επίσης μειώνει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγέων στο εξωτερικό και επιβαρύνει την κερδοφορία.
Η οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ ήταν 2,6% (έναντι του προηγούμενου τριμήνου κατόπιν εποχικής αναπροσαρμογής), ενώ οι προβλέψεις την τοποθετούσαν στο 3%. Παρά τη χαμηλότερη του αναμενομένου ανάπτυξη, η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε σημαντική άνοδο, καθώς η πτώση των τιμών της ενέργειας ενίσχυσε το πραγματικό εισόδημα και τις δαπάνες των νοικοκυριών. Η απογοήτευση προήλθε κυρίως από τις αμιγώς εξαγωγικές εταιρείες, οι οποίες επλήγησαν από την ενίσχυση του δολαρίου και την κατά τι ασθενέστερη παγκόσμια οικονομία. Η πρόσφατη συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ αποτύπωνε, σε μεγάλο βαθμό, τις απόψεις του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες διατηρείται η αισιοδοξία για την προοπτική ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας, αλλά παρακολουθούνται προσεκτικά οι «διεθνείς εξελίξεις». Ωστόσο, η «σταθερή» εγχώρια ανάπτυξη και η «δυναμική» αύξηση των θέσεων απασχόλησης αφήνουν ακόμη ανοιχτό το ενδεχόμενο η πρώτη αύξηση των επιτοκίων να πραγματοποιηθεί στα μέσα του 2015. Κατά το τέταρτο τρίμηνο του έτους η κινεζική οικονομία επεκτάθηκε κατά 7,3% έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρσι, υστερώντας ελαφρώς έναντι των εκτιμήσεων της αγοράς. Η Κίνα σημείωσε συνολικά άνοδο 7,4% το 2014, σε σχέση με τον στόχο του 7,5% που είχε θέσει η κυβέρνηση, καταγράφοντας τον χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 1990, το έτος που η οικονομία είχε πληγεί από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν μετά την καταστολή στην Πλατεία Τιενανμέν.