Στη διάρκεια διάσκεψης για την ενέργεια χθες, στο Πίτσμπεργκ, ο πρόεδρος Τραμπ υποστήριξε την αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου και αργού πετρελαίου, την προσπάθειά του να ανακαλέσει την εφαρμογή ομοσπονδιακών κανονισμών για τη βιομηχανία της ενέργειας, αλλά και την πρόθεση της κυβέρνησής του να θέσει τις ΗΠΑ εκτός της διεθνούς συμφωνίας για το κλίμα που υπογράφηκε το 2015 στο Παρίσι.
“Η Συμφωνία του Παρισιού θα επιβάλλει στους Αμερικανούς παραγωγούς εξαντλητικούς κανονιστικούς περιορισμούς, σε βαθμό που δεν θα πιστεύετε, ενώ θα επιτρέπει στους ξένους παραγωγούς να ρυπαίνουν έχοντας ατιμωρησία”, είπε ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος μοιράστηκε την εξέδρα με δεκάδες εργαζόμενους που φορούσαν κράνη εργασίας.
“Αυτό που δεν θέλουμε είναι να τιμωρήσουμε τους Αμερικανούς κάνοντας πλούσιους τους ξένους που μολύνουν το περιβάλλον”, είπε ο Τραμπ, προσθέτοντας: “Είμαι υπερήφανος να το πω και λέγεται Πρώτα η Αμερική”.
Οι επικριτές της αποχώρησης των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το κλίμα υποστηρίζουν ότι η αποχώρηση πλήττει την παγκόσμια ηγεσία των ΗΠΑ για την μετάβαση σε μία καθαρότερη οικονομία με τεχνολογίες που προωθούν την αιολική και την ηλιακή ενέργεια, αλλά και τη χρήση μπαταριών αναβαθμισμένης ενεργειακής τεχνολογίας.
“Αντί να προβάλλει έναν δυναμισμό, η ενέργεια αυτή [της αποχώρησης από την διεθνή συμφωνία] αποδυναμώνει την Αμερική στην παγκόσμια σκηνή και παραδίδει την ηγεσία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κι άλλες προκλήσεις της εποχής μας, σε χώρες όπως, η Ρωσία και η Κίνα”, δήλωσε η Νίρα Τάντεν, πρόεδρος και εκτελεστική διευθύντρια στο Κέντρο Αμερικανικής Προόδου, που είναι ένα προοδευτικό ινστιτούτο έρευνας.
Από την άλλη μεριά, ο πρόεδρος Τραμπ υπερηφανεύεται συχνά ότι έχει βγάλει τις ΗΠΑ εκτός της διεθνούς συμφωνίας για το κλίμα.
Ωστόσο, η πρώτη ημέρα κατά την οποία ο ίδιος μπορεί να ενεργοποιήσει την επίσημη διαδικασία αποχώρησης δεν έχει έρθει ακόμη. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τη συμφωνία, ο πρόεδρος Τραμπ μπορεί να καταθέσει επιστολή στον ΟΗΕ στις 4 Νοεμβρίου, ώστε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία αποχώρησης των ΗΠΑ από την αναφερόμενη διεθνή συμφωνία. Η διαδικασία αποχώρησης έχει διάρκεια ενός έτους, που σημαίνει ότι οι ΗΠΑ θα αποχωρήσουν επίσημα, μία ημέρα μετά τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου του 2020.
Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ είχε αρχικά δηλώσει ότι θα επαναδιαπραγματευτεί το πλαίσιο της συμφωνίας υπέρ των ΗΠΑ, η κατάθεση της επιστολής στον ΟΗΕ κλείνει την πόρτα για μία τέτοια πιθανότητα. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η Συμφωνία του Παρισιού έχει σοβαρό οικονομικό κόστος για τις ΗΠΑ, που έχουν τη δεύτερη θέση παγκοσμίως στην εκπομπή των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, μετά την Κίνα.