Η θετική εκκίνηση του 2015 για την Ευρωζώνη με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 0,4% το πρώτο τρίμηνο – επίδοση ισχυρότερη από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο – υποδηλώνει ότι οι καταναλωτές ανταποκρίνονται στις χαμηλότερες τιμές ενέργειας, σύμφωνα με την έκδοση του Ιουνίου της τριμηνιαίας έρευνας της ΕΥ Eurozone Forecast (EEF). Η έρευνα εκτιμά επίσης, ότι η ανάκαμψη θα αποκτήσει ευρύτερη βάση, προβλέποντας ανάπτυξη 1,6% το 2015 και στη συνέχεια 1,9% για το 2016.
Οι επιχειρήσεις προετοιμάζονται για επενδύσεις, καθώς οι έρευνες για την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τα στοιχεία των δανείων καταγράφουν μια διαρκώς θετικότερη εικόνα κατά τους τελευταίους μήνες. Η έρευνα εκτιμά ότι οι συνολικές επενδύσεις θα αυξηθούν κατά 1,1% μέσα στο 2015 και περαιτέρω έως και 3% το 2016-17, ενώ στη συνέχεια θα υποχωρήσουν στο 2,5% το 2018-19. Οι ρυθμοί αυτοί υπολείπονται σε σχέση με τα προ της κρίσης ποσοστά αύξησης των επενδύσεων, ωστόσο, δεδομένου ότι οι αυξήσεις της εποχής εκείνης οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην οικοδομική δραστηριότητα, ο πιο αργός ρυθμός συσσώρευσης κεφαλαίου δεν συνεπάγεται κατ 'ανάγκη χαμηλότερη μελλοντική αύξηση της παραγωγής.
Η ποσοτική χαλάρωση θα συνεχίσει να συμβάλει στη συγκράτηση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα για τις επιχειρήσεις, τις κυβερνήσεις και τους ιδιώτες στην Ευρωζώνη το 2015 και 2016. Ωστόσο, η πιθανότητα μιας ελληνικής εξόδου από το ευρώ μπορεί να συνεχίσει να επισκιάζει τις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ο Mark Otty, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Αφρική παρατηρεί: «Οι μειωμένες τιμές της ενέργειας, οι αυξημένες καταναλωτικές δαπάνες, η ισχυρότερη αγορά εργασίας και η εξασθένηση του ευρώ, όλα συμβάλλουν στην ανάκαμψη. Όμως, παρά τη θετική πορεία των καταναλωτικών δαπανών, η ανεργία παραμένει υψηλή σε μεγάλο μέρος της ζώνης του κοινού νομίσματος. Η επιχειρηματική και η πολιτική κοινότητα της Ευρωζώνης θα πρέπει να συνεργαστούν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή την μεγάλη πρόκληση, έχοντας ως ύψιστη προτεραιότητα τη δημιουργία ενός καλύτερου περιβάλλοντος για τους νέους.»
Οι προοπτικές για την Ελλάδα
Κατά τους τελευταίους εννέα μήνες η Ελλάδα επιζεί χωρίς καμία εξωτερική χρηματοδότηση και έχει υποχρεωθεί να στηριχθεί εξ ολοκλήρου στους δικούς της πόρους για την κάλυψη των τοκοχρεολυσίων. Ενώ η οικονομική δραστηριότητα φαίνεται να έχει διατηρηθεί κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, αυξάνονται οι ενδείξεις ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει το μέλλον της χώρας και η αυξανόμενη έλλειψη ρευστότητας έχουν πλέον σημαντικές συνέπειες για την οικονομική δραστηριότητα. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε το 2014, όταν η οικονομία βγήκε από έξι χρόνια ύφεσης, φαίνεται πλέον να έχει χαθεί, και είναι πιθανό η οικονομία να έχει επιστρέψει στην ύφεση κατά το δεύτερο τρίμηνο.
Η πρόβλεψή μας είναι ότι μετά από μια μικρή συρρίκνωση το 2015, το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 1,8% το 2016, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης μιας συμφωνίας που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αποφύγει την αθέτηση πληρωμών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι η μη επίτευξη συμφωνίας μέχρι το τέλος του Ιουνίου θα προκαλέσει μια απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει την παροχή ρευστότητας έκτακτης ανάγκης για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει πιθανότατα την κυβέρνηση να επιβάλει ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, πράγμα που θα οδηγήσει την Ελλάδα στα πρόθυρα της εξόδου από την Ευρωζώνη.
O Παναγιώτης Παπάζογλου, Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδας, παρατηρεί: «Η τελευταία έκδοση της τριμηνιαίας έρευνας της ΕΥ αναδεικνύει την αντιστροφή της τάσης στη ζώνη του ευρώ και τη σταδιακή επιστροφή στην ανάπτυξη και τις επενδύσεις. Όλες οι προηγούμενες εκδόσεις της έρευνας αυτής της ΕΥ τόνιζαν συστηματικά την ανάγκη χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας σε συνδυασμό με τη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να παρακολουθεί αυτή την εξέλιξη από απόσταση. Η άμεση ολοκλήρωση μιας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές η οποία θα κατοχυρώνει οριστικά τη θέση της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.»
Οι καταναλωτικές δαπάνες στην Ευρωζώνη αυξάνονται ταχύτερα από κάθε άλλη χρονιά μετά το 2006
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 2015, τα νοικοκυριά θα αρχίσουν να αισθάνονται την πίεση των λογαριασμών ενέργειας, οι οποίοι αναμένεται να αυξηθούν κατά 5% το 2016, με βάση τις τιμές του πετρελαίου παγκοσμίως, επηρεάζοντας αρνητικά τις καταναλωτικές δαπάνες.
Ωστόσο, καθώς οι προοπτικές της αγοράς εργασίας είναι πιο θετικές, η έκθεση εκτιμά ότι οι καταναλωτικές δαπάνες θα αυξηθούν κατά 1,7% το 2015 και κατά 1,6% το 2016, έναντι μόλις 1% το 2014, υπερβαίνοντας κατά πολύ το μέσο όρο των τελευταίων ετών. Σε ορισμένες χώρες με χαμηλή ανεργία, όπως η Γερμανία, αυτό οφείλεται κυρίως στην αύξηση των μισθών. Σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, οι καταναλωτές αξιοποιούν το απροσδόκητο όφελος από τις χαμηλές τιμές ενέργειας αγοράζοντας πάγια, όπως αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές, ενθαρρυνόμενοι από τη σταθεροποίηση της αγοράς εργασίας.
Οι εξαγωγές ανακτούν δυναμική
Η υποτίμηση οδήγησε σε αποδυνάμωση του ευρώ κατά 7%, έναντι των αρχών του 2015. Αυτό ενίσχυσε την ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης σε βασικές εξαγωγικές αγορές, καθώς το δολάριο εκτοξεύεται. Η έκθεση εκτιμά ότι το ευρώ θα αποδυναμωθεί περαιτέρω, φθάνοντας το 1,10 $ μέχρι το τέλος του 2015 και το 1,05 $ μέχρι το τέλος του 2016.
Οι εξαγωγείς θα συνεχίσουν επίσης να ωφελούνται από την ανάκαμψη άλλων προηγμένων οικονομιών, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ. Σύμφωνα με την έκθεση, οι εξαγωγές της Ευρωζώνης αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,7% το 2015, ενώ οι εισαγωγές θα παραμείνουν ισχυρές παρά την ανατίμησή τους. Ωστόσο, καθώς ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες – ιδιαίτερα η Κίνα – κινούνται προς μια ελεγχόμενη επιβράδυνση της οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια, η αύξηση της ζήτησης για ευρωπαϊκά κεφαλαιουχικά αγαθά ενδέχεται να περιορισθεί ελαφρώς, με τον ρυθμό αύξησης να μειώνεται από τη μέγιστη τιμή του 4,2% το 2016 σε 4,1% το 2017 και 3,6% το 2018 και το 2019.
Η σύνθεση της ανάπτυξης θα μετατοπισθεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015
Η έκθεση εκτιμά ότι θα υπάρξει μια σταδιακή ανάκαμψη του ρυθμού των επενδυτικών δαπανών, κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους καθώς και το 2016. Οι πιστωτικές συνθήκες εξακολούθησαν να βελτιώνονται, όπως και οι δείκτες επιχειρηματικής εμπιστοσύνης. Ωστόσο, με τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, καθώς και τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης εξόδου, αυτό δεν μεταφράζεται ακόμη σε υψηλότερες επενδυτικές δαπάνες