Η Κίνα ετοιμάζεται να απελάσει τρεις δημοσιογράφους της Wall Street Journal (WSJ) σε αντίποινα για τίτλο κύριου άρθρου της εφημερίδας με θέμα τον νέο κινεζικό ιό Covid-19 που θεωρήθηκε «ρατσιστικός» από την κινεζική ηγεσία.
«Η Κίνα είναι ο πραγματικός ασθενής της Ασίας»: το Πεκίνο «στράβωσε» πολύ με τον τίτλο του κύριου άρθρου αυτού που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα στις 3 Φεβρουαρίου, εν μέσω της επιδημίας της νέας ιογενούς πνευμονίας.
Ως συνέπεια, η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε σήμερα ότι αποσύρει τη διαπίστευση από τρεις δημοσιογράφους της εφημερίδας. Εχουν στην διάθεσή τους πέντε ημέρες για να εγκαταλείψουν την χώρα, διευκρίνισε η WSJ.
Ανακοινώνοντας το μέτρο, ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών εξήγησε ότι ο επίμαχος τίτλος χαρακτηρίζεται από «ρατσιστική» διάθεση και έχει ως στόχο «να δημιουργήσει εντυπώσεις». Κατηγόρησε δε την εφημερίδα ότι δεν ζήτησε την συγγνώμη που απαιτούσε το Πεκίνο.
Το κύριο άρθρο γράφτηκε από το Γουόλτερ Ράσελ Μιντ (Walter Russel Mead), καθηγητή του Bard College, ο οποίος εξέφραζε τις ανησυχίες του για τους κινδύνους που η επιδημία σημαίνει για την κινεζική και την παγκόσμια οικονομία.
Επέκρινε επίσης την βραδύτητα της αρχικής αντίδρασης των κινεζικών αρχών μετά την εμφάνιση τον Δεκέμβριο του ιού στην πόλη Ουχάν, στην κεντρική Κίνα.
Το κείμενο «δυσφήμησε τις προσπάθειες της κινεζικής κυβέρνησης και του κινεζικού λαού στον αγώνα τους κατά της επιδημίας αυτής», δήλωσε ο εκπρόσωπος της κινεζικής διπλωματίας.
Προσβλητική έκφραση
Η έκφραση «ασθενής της Ασίας» είναι ένας όρος που εμφανίσθηκε στην Δύση τον 19ο αιώνα για να περιγράψει την Κίνα της αποικιακής εποχής. Στην ίδια την Κίνα θεωρείται πολύ προσβλητική.
«Οι αρχισυντάκτες της Wall Street Journal βρέθηκαν στον κύφωνα της διαπόμπευσης», έγραψαν χθες οι Global Times.
Ο υποδιευθυντής του γραφείου του Πεκίνου της WSJ Τζος Τσιν και η δημοσιογράφος Τσάο Ντενγκ, αμερικανικής υπηκοότητας και οι δύο, απελαύνονται από την Κίνα. Μαζί τους και ο αυστραλιανής υπηκοότητας Φίλιπ Γουέν, διευκρίνισε η εφημερίδα.
Η αμερικανική εφημερίδα απασχολεί περί τους δέκα δημοσιογράφους στην Κίνα, μοιρασμένους ανάμεσα στο Πεκίνο και την Σανγκάη.
Η Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στην Κίνα καταδίκασε τις απελάσεις ως «πρόδηλη απόπειρα των κινεζικών αρχών να εκφοβίσουν τα ξένα μέσα ενημέρωσης».
Σύμφωνα με την Ενωση, το Πεκίνο δεν έχει απελάσει ξένους ανταποκριτές με τον τρόπο αυτόν από το 1998 και γενικά περιορίζεται να μην ανανεώνει τις διαπιστεύσεις των ανεπιθύμητων δημοσιογράφων. Η ανανέωση της διαπίστευσης γίνεται μία φορά τον χρόνο.
«Προπαγάνδα»
Εννέα ξένοι ανταποκριτές έχουν αναγκασθεί να εγκαταλείψουν τη Κίνα από το 2013.
Ενας από αυτούς ήταν ο ρεπόρτερ της Wall Street Journal Τσουν Χαν Γουόνγκ, ο οποίος δεν μπόρεσε να ανανεώσει την διαπίστευσή του έπειτα από άρθρο που συνυπέγραψε με τον Φίλιπ Γουέν με θέμα έναν εξάδερφο του προέδρου Σι Τζινπίνγκ.
Η πολεμική ξέσπασε μετά την χθεσινή απόφαση της Ουάσινγκτον να αντιμετωπίζονται στο εξής πέντε μεγάλα κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, ανάμεσά τους τα Xinhua News Agency, China Global Television Network και China Daily Distribution Corp ως ξένες διπλωματικές αποστολές, αξιώνοντας από αυτές να δηλώνουν στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ τους εργαζόμενους και τις ιδιοκτησίες τους στις ΗΠΑ.
Ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών δήλωσε ότι η Κίνα αντιτίθεται στα νέα μέτρα και ότι το Πεκίνο επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να απαντήσει στην κίνηση αυτή.
Τα πέντε μέσα ενημέρωσης — πρόκειται για το δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων Νέα Κίνα, το τηλεοπτικό δίκτυο CGTN, τη δημόσια Κινεζική Ραδιοφωνία, την China Daily και τη Λαϊκή Ημερησία — θα έχουν στο εξής μεταχείριση «ξένων διπλωματικών αποστολών» ή κρατικών θεσμών, ανακοίνωσαν αμερικανοί αξιωματούχοι.
Η κίνηση θα δώσει στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών τη δυνατότητα να ελέγχει πιο στενά τον τρόπο λειτουργίας των κινεζικών αυτών μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, έχοντας για παράδειγμα πρόσβαση σε στοιχεία της μισθοδοσίας τους ή τις ακίνητες ιδιοκτησίες τους, μεταξύ άλλων.