Δείγματα αισιοδοξίας καταγράφει για πρώτη φορά μετά το γενικό «lockdown» ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος που μελετά τακτικά το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Μονάχου. Η γενική εικόνα πάντως παραμένει "δραματικά κακή”, όπως επισημαίνει το Ifo.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ινστιτούτου, το οποίο πραγματοποιεί την έρευνά του μεταξύ 9000 στελεχών επιχειρήσεων όλων των κλάδων, μετά το ιστορικό χαμηλό του Απριλίου, όπου ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος έπεσε στις 74,3 μονάδες, τον Μάιο ανέβηκε στις 79,5 μονάδες, ενώ τον Μάρτιο βρισκόταν στις 85,9 μονάδες. «Τα πρώτα μέτρα χαλάρωσης δίνουν μια χαραμάδα ελπίδας», σημειώνει ο Πρόεδρος του Ifo Κλέμενς Φούεστ, επισημαίνει ωστόσο ότι δεν υπάρχει λόγος υπερβολικής αισιοδοξίας.
Διαφορές διαπιστώνονται όμως και ανάμεσα στους διάφορους τομείς της γερμανικής οικονομίας. Πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι κλάδοι της παροχής υπηρεσιών και της λιανικής πώλησης, ενώ η βιομηχανία εξακολουθεί να τρέφει περιορισμένες προσδοκίες για τους επόμενους μήνες. «Η έξοδος από την κοιλάδα της πανδημίας είναι ακόμη μακριά και θα έρθει ομαλά μόνο εφόσον τηρούνται οι όροι υγιεινής οι οποίοι εξακολουθούν να είναι απαραίτητοι», δηλώνει η επικεφαλής οικονομολόγος της κρατικής τράπεζας KfW Φρίτσι Κέλερ-Γκάιμπ, ενώ ο Τόμας Γκίτσελ της VP Bank παρατηρεί ότι οι εταιρίες δίνουν ξανά σημεία ζωής, αλλά «ούτε λόγος για ζωντάνια», ενώ εκτιμά ότι η γερμανική οικονομία δεν θα ανακάμψει τόσο γρήγορα στα προ κρίσης επίπεδα. Η Commerzbank από την πλευρά της εξηγεί σε ανάλυσή της ότι η αυξανόμενη ανεργία και τα χρέη που έχουν συγκεντρώσει οι επιχειρήσεις δεν επιτρέπουν εξέλιξη «V» για την γερμανική οικονομία.
Προβληματική είναι η εικόνα και για τα γερμανικά ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία, σύμφωνα με την Frankfurter Allgemeine Zeitung, χάνουν λόγω της πανδημίας του κορονοϊού περίπου πέντε δισεκατομμύρια ευρώ. Το έλλειμα, αναφέρει η εφημερίδα, θα καλυφθεί από τον προϋπολογισμό, αλλά είναι πιθανό να οδηγήσει σε αύξηση ασφαλιστικών εισφορών. Το ακριβές ύψος της έκτακτης δαπάνης των ταμείων παραμένει ασαφές, αλλά μόνο για τεστ κορονοϊού διατέθηκαν περί τα 3,3 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ αυξημένες ήταν και οι δαπάνες λόγω της ένταξης τουλάχιστον 10 εκατομμυρίων εργαζόμενων σε καθεστώς εργασίας περιορισμένου χρόνου. Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι ο αριθμός των απόρων αυξήθηκε από 308.000 τον περασμένο Μάρτιο σε 2,6 εκατομμύρια.
Η κατάσταση έχει πυροδοτήσει συζήτηση για ενδεχόμενη μείωση του κατώτατου μισθού. Πρώτη η Ομάδα Εργασίας Οικονομίας και Ενέργειας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) σε έγγραφό της εισηγήθηκε την «προσαρμογή του κατώτατου μισθού στις συνθήκες ύφεσης» και τουλάχιστον την ακύρωση της προγραμματισμένης για το 2021 αύξησής του. Κατά της αύξησης του κατώτατου μισθού το προσεχές διάστημα τάσσεται και ο επικεφαλής των «Σοφών» της γερμανικής οικονομίας, Λαρς Φελντ, ενώ διαμετρικά αντίθετη άποψη εκφράζει η ηγεσία του CDU: «Κάτω τα χέρια από τον κατώτατο μισθό», έγραψε στο Twitter η αρχηγός του κόμματος Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, με τον Γενικό Γραμματέα του CDU Πάουλ Τσίμιακ να παραδέχεται ότι υπάρχουν κάποιοι που συζητούν τέτοιες λύσεις, τονίζοντας ωστόσο ότι δεν είναι αυτή η επίσημη γραμμή.
Ο κατώτατος μισθός στην Γερμανία πρόκειται, σύμφωνα με τον ισχύοντα σχεδιασμό να αυξηθεί έως την 1 Ιανουαρίου του 2021 στα 9,80 ευρώ/ώρα από τα 9,35 ευρώ που είναι σήμερα.