«Η σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ακυρώνει την απόφαση που εξέδωσε η Επιτροπή τον Αύγουστο του 2016, σύμφωνα με την οποία η Ιρλανδία χορήγησε παράνομη κρατική ενίσχυση στην Apple μέσω επιλεκτικών φορολογικών ελαφρύνσεων. Θα μελετήσουμε προσεκτικά την απόφαση του Δικαστηρίου και θα εξετάσουμε πιθανά επόμενα βήματα.
Η απόφαση της Επιτροπής αφορούσε δύο φορολογικές αποφάσεις που εξέδωσε η Ιρλανδία σχετικά με την Apple, οι οποίες προσδιόριζαν το φορολογητέο κέρδος των δύο ιρλανδικών θυγατρικών της Apple στην Ιρλανδία μεταξύ των ετών 1991 και 2015. Ως αποτέλεσμα των αποφάσεων, για παράδειγμα, το 2011, η ιρλανδική θυγατρική της Apple κατέγραψε ευρωπαϊκά κέρδη ύψους 22 δισ. δολαρίων ΗΠΑ (περίπου 16 δισ. ευρώ), αλλά βάσει των όρων της φορολογικής απόφασης, μόνο ποσό περίπου 50 εκατ. ευρώ θεωρήθηκε φορολογητέο στην Ιρλανδία.
Η Επιτροπή είναι προσηλωμένη στον στόχο όλες οι εταιρείες να καταβάλλουν το μερίδιο φόρων που τους αναλογεί. Η παροχή από τα κράτη μέλη σε ορισμένες πολυεθνικές φορολογικών πλεονεκτημάτων που δεν είναι διαθέσιμα στους ανταγωνιστές τους βλάπτει τον θεμιτό ανταγωνισμό στην ΕΕ. Στερεί επίσης από τα δημόσια ταμεία και από τους πολίτες πόρους που είναι απαραίτητοι για επενδύσεις, οι οποίες είναι ακόμη πιο αναγκαίες σε καιρούς κρίσης.
Σε προηγούμενες αποφάσεις σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση της Fiat στο Λουξεμβούργο και της Starbucks στις Κάτω Χώρες, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι, ενώ τα κράτη μέλη έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό της νομοθεσίας τους σχετικά με την άμεση φορολογία, πρέπει να την ασκούν σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή αξιολογώντας κατά πόσον ένα μέτρο είναι επιλεκτικό και κατά πόσον οι συναλλαγές μεταξύ εταιρειών του ιδίου ομίλου δημιουργούν πλεονέκτημα βάσει των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις σύμφωνα με τη λεγόμενη «προσέγγιση ίσων αποστάσεων».
Η Επιτροπή θα συνεχίσει να εξετάζει τα μέτρα επιθετικού φορολογικού σχεδιασμού στο πλαίσιο των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις για να αξιολογήσει κατά πόσον οδηγούν σε παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Ταυτόχρονα, η επιβολή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις πρέπει να συμβαδίζει με την αλλαγή της φιλοσοφίας των εταιρειών και με κατάλληλη νομοθεσία για την κάλυψη των νομοθετικών κενών και τη διασφάλιση της διαφάνειας.
Έχουμε ήδη σημειώσει μεγάλη πρόοδο σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και πρέπει να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε για να επιτύχουμε τον στόχο μας».