Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε σήμερα προειδοποιητική επιστολή στο Ηνωμένο Βασίλειο για παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει βάσει της συμφωνίας αποχώρησης. Η επιστολή αυτή σηματοδοτεί την έναρξη επίσημης διαδικασίας παράβασης κατά του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει προθεσμία ενός μηνός για να απαντήσει στη σημερινή επιστολή.
Το άρθρο 5 της συμφωνίας αποχώρησης ορίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμφωνία αποχώρησης, και να απόσχουν από τη λήψη κάθε μέτρου ικανού να διακυβεύσει την επίτευξη των εν λόγω στόχων. Και τα δύο μέρη δεσμεύονται από την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας για την εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τη συμφωνία αποχώρησης.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2020, η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλε σχέδιο νόμου («σχέδιο νόμου για την εσωτερική αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου»), το οποίο, εάν εγκρινόταν, θα παραβίαζε κατάφωρα το πρωτόκολλο για τις Ιρλανδία/Βόρεια Ιρλανδία, καθώς θα επέτρεπε στις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να αγνοήσουν τη νομική ισχύ των ουσιαστικών διατάξεων του πρωτοκόλλου βάσει της συμφωνίας αποχώρησης. Εκπρόσωποι της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου αναγνώρισαν την εν λόγω παραβίαση, δηλώνοντας ότι σκοπός της ήταν να επιτρέψει στην κυβέρνηση να παρεκκλίνει μονίμως από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το πρωτόκολλο. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν απέσυρε τα επίμαχα μέρη του νομοσχεδίου, παρά τα αιτήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με τον τρόπο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο αθέτησε την υποχρέωσή του να ενεργεί καλόπιστα, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της συμφωνίας αποχώρησης. Επιπλέον, έχει κινήσει διαδικασία η οποία — εάν εγκριθεί το σχέδιο νόμου — θα εμπόδιζε την εφαρμογή της συμφωνίας αποχώρησης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κίνησε σήμερα διαδικασία παράβασης σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας αποχώρησης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει προθεσμία μέχρι το τέλος του μήνα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με την προειδοποιητική επιστολή. Κατόπιν εξέτασης των παρατηρήσεων αυτών ή εάν δεν υποβληθούν παρατηρήσεις, η Επιτροπή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να αποφασίσει να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη.