Τα μεγαλύτερα οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας αναμένουν ότι η οικονομία της χώρας θα ανακάμψει βραδύτερα από την πανδημία του κορωνοϊού σε σχέση με ό,τι προέβλεπαν τον Απρίλιο.
Οπως μετέδωσε το Reuters, τα ινστιτούτα αναμένουν ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα συρρικνωθεί κατά περίπου 5,4% το 2020, περισσότερο από την ύφεση 4,2% που προέβλεπαν τον Απρίλιο. Η πρόβλεψη των ινστιτούτων, η οποία αποτελεί τη βάση για τις οικονομικές προβλέψεις της γερμανικής κυβέρνησης, είναι ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί 4,7% το 2021, λιγότερο από το 5,8% που εκτιμούσαν τον Απρίλιο, ενώ για το 2022 αναμένουν ανάπτυξη 2,7%. Τα ινστιτούτα ανέφεραν ότι η ανάκαμψη συγκρατείται από τους τομείς που έχουν πληγεί ιδιαίτερα σκληρά από τους περιορισμούς κοινωνικής αποστασιοποίησης, όπως της εστίασης, του τουρισμού, των εκδηλώσεων και των αεροπορικών ταξιδιών.
«Η δραστηριότητα στο τμήμα αυτό της γερμανικής οικονομίας θα… φθάσει την υπόλοιπη οικονομία μόνον όταν αρθούν σε μεγάλο βαθμό τα μέτρα για τον έλεγχο της πανδημίας, κάτι που δεν αναμένουμε πριν από το επόμενο καλοκαίρι», δήλωσε ο επικεφαλής για τις προβλέψεις του ινστιτούτου του Κιέλου.
Από την πλευρά του, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Ολαφ Σολτς δηλώνει αισιόδοξος ότι η οικονομία της Γερμανίας μπορεί να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα στις αρχές του 2022 και δικαιολογώντας την αισιοδοξία του επικαλείται τα τελευταία οικονομικά στοιχεία.
Σε τηλεοπτική συνέντευξή του στο δίκτυο CNBC, ο κ. Σολτς τόνισε πως η αύξηση του δημόσιου χρέους της Γερμανίας δεν αποτελεί πρόβλημα, διότι η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση με «ικανοποιητική ανάπτυξη».
Ο κ. Σολτς επιχείρησε να καθησυχάσει την ανησυχία ότι η κρατική ενίσχυση διατηρεί τεχνητά ζωντανές προβληματικές εταιρείες που ενδεχομένως δεν είναι βιώσιμες μετά το πλήγμα της πανδημίας. Η γερμανική κυβέρνηση έχει επιτρέψει στις εταιρείες να καθυστερούν την αίτηση χρεοκοπίας έως το τέλος του έτους και τώρα παρέτεινε το δικαίωμα έως τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2021.
Ο αριθμός των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτηση πτώχευσης στη Γερμανία μειώθηκε, έτσι, κατά 6% το α΄ εξάμηνο του 2020 σε ετήσια βάση. Οι επικριτές του μέτρου υποστηρίζουν ότι η αναστολή αυτή καθυστερεί, αλλά δεν αποτρέπει την κατάρρευση των εταιρειών «ζόμπι», που παραμένουν εν ζωή τεχνητά.
Ο υπουργός Οικονομικών τόνισε πως οι εταιρείες λαμβάνουν τις απαραίτητες αποφάσεις και προσαρμογές παρά την κρίση. Πολλές μειώνουν το προσωπικό αντί να καταναλώνουν τα κεφάλαια που τους χορήγησε το κράτος και θα τους επέτρεπαν να μειώσουν τις ώρες απασχόλησης των εργαζομένων, συμπλήρωσε.