Αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο συμφωνεί ευρεία πλειοψηφία Ευρωπαίων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των Βρετανών, είναι η επιθυμία να γυρίσει σελίδα ο Λευκός Οίκος. Η αλλαγή τόνου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε περίπτωση εκλογής του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, θεωρείται δεδομένη. Το πιο δύσκολο ερώτημα, ωστόσο, είναι πόσο βαθιά θα είναι αυτή η αλλαγή, σε ποιο βαθμό το ναδίρ της τελευταίας τετραετίας εκφράζει μόνο τις αντιλήψεις του Ντόναλντ Τραμπ για τις ευρωαμερικανικές σχέσεις και σε ποιο βαθμό αποτελεί ένδειξη βαθύτερων μετατοπίσεων.
«Πολλοί Ευρωπαίοι θέλουν να πιστέψουν ότι με τον τέως αντιπρόεδρο του Ομπάμα, θα επιστρέψουμε στον παλιό καλό καιρό της διατλαντικής συνεννόησης και της πολυμερούς συνεργασίας. Επιφανειακά, ίσως συμβεί», εκτιμά ο πρόεδρος του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Ifri), Τιερί ντε Μονμπριάλ. «Ομως θα είναι μόνο φαινομενικό, γιατί η απόκλιση των δύο ηπείρων ξεκίνησε με την ανάδυση του μετασοβιετικού κόσμου και εξηγείται από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως είναι η άνοδος της Κίνας και η πτώση της Ρωσίας», προσθέτει. «Το πιο λεπτό ζήτημα είναι ότι σε αυτή τη φάση, τίποτα δεν μας λέει ότι μια Αμερική με κυβέρνηση Δημοκρατικών δεν θα εξακολουθεί να προσπαθεί να επιβάλει τη βούλησή της στους Ευρωπαίους, τηρώντας, ωστόσο τους τύπους». Ο Γάλλος αναλυτής αναφέρει ότι για τον λόγο αυτό, κάποιοι φθάνουν να θεωρούν μια δεύτερη τετραετία Τραμπ «το σοκ που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στη δειλή πορεία των Ευρωπαίων προς την απόκτηση της δικής τους κυριαρχίας». Υπογραμμίζει μεν ότι δεν συμμερίζεται την άποψη αυτή, αλλά σημειώνει ότι σε περίπτωση επανεκλογής του Τραμπ, το δίλημμα της Ευρώπης θα είναι «πώς να ξεφύγει από τον Θείο Σαμ χωρίς να πέσει στα χέρια της Απαγορευμένης Πόλης».
«Αν εκλεγεί ξανά ο Τραμπ, θα απολέσει κάθε φραγμό», σημειώνει ο πρώην πρέσβης της Γαλλίας στο ΝΑΤΟ Ζεράρ Αρό, εκτιμώντας ότι μία δεύτερη τετραετία Τραμπ θα μπορούσε ακόμη και να οδηγήσει τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν το ΝΑΤΟ. Η απρόβλεπτη συμπεριφορά και η ανοικτή περιφρόνηση προς τους θεσμούς, ακόμη και αυτούς στους οποίους κυριαρχούν οι ίδιες οι ΗΠΑ είναι δομικό στοιχείο της προεδρίας Τραμπ και οι Ευρωπαίοι προσδοκούν ότι τουλάχιστον αυτό θα διορθωθεί αν αλλάξει ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ενδεικτικό του σε ποιο βαθμό οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να συνεννοηθούν με τον Τραμπ είναι το τι έχει συμβεί στις συνόδους του G7 από τότε που εξελέγη: Τις πρώτες δύο χρονιές ο Αμερικανός πρόεδρος τίναξε στον αέρα τα κοινά ανακοινωθέντα, την τρίτη χρονιά δεν υπήρξαν εξαρχής απόπειρες για κοινό ανακοινωθέν, ενώ την τέταρτη χρονιά, φέτος το καλοκαίρι, οι Ευρωπαίοι ηγέτες δεν εμφανίστηκαν καν στη σύνοδο, που έγινε στις ΗΠΑ, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό.
Οι δίαυλοι επικοινωνίας θα αποκατασταθούν, ο εμπορικός πολέμος ΗΠΑ-Ε.Ε. θα περιοριστεί («Η Ε.Ε. είναι η μεγαλύτερη αγορά στον κόσμο. Πρέπει να τελειώσουμε τον τεχνητό εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε η κυβέρνηση Τραμπ και ο οποίος δηλητηριάζει οικονομικές σχέσεις, κοστίζει θέσεις εργασίας και ανεβάζει τις τιμές για τους καταναλωτές», είπε πρόσφατα ο σύμβουλος του Μπάιντεν, Τόνι Μπλίνκεν), οι ΗΠΑ θα επιστρέψουν στη συμφωνία του Παρισιού για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ωστόσο, η «ήπια ισχύς» των ΗΠΑ θα αργήσει να επανεμφανιστεί, καθώς η τετραετία Τραμπ έχει φέρει στο προσκήνιο τις παθογένειες της αμερικανικής κοινωνίας, προξενώντας αντιδράσεις που πόρρω απέχουν από τον θαυμασμό, όταν π.χ. αποκαλύπτεται το μέγεθος του φυλετικού προβλήματος, η αδυναμία διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης ή το έλλειμμα δημοκρατίας στην οργάνωση των εκλογικών διαδικασιών. Αρα, ώς ένα βαθμό, η απάντηση στο πόσο θετικά θα δουν οι Ευρωπαίοι τις ΗΠΑ μετά την αλλαγή κυβέρνησης εξαρτάται από το αν επί των ημερών του Μπάιντεν θα κλείσουν κάποιες πληγές ή αν οι φανατικοί οπαδοί του Τραμπ, που αυτή την περίοδο αγοράζουν όπλα με φρενήρεις ρυθμούς, θα επιχειρήσουν να βυθίσουν τη χώρα στο χάος.
Από την άλλη πλευρά, οι βασικοί στόχοι της αμερικανικής πολιτικής στην ευρωπαϊκή ήπειρο, δηλαδή ο περιορισμός της συνεργασίας των ευρωπαϊκών χωρών με τη Ρωσία και την Κίνα, δεν προβλέπεται να αλλάξουν. Ο καθηγητής Διεθνών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς Ερικ Τζόουνς εξηγεί ότι επί των ημερών του Τραμπ, η ισχύς των ΗΠΑ ασκήθηκε με πιο απροκάλυπτους τρόπους, όπως «την ανοικτή επιτήρηση επικοινωνιών στο Ιντερνετ, τον περιορισμό της πρόσβασης στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και την παρακολούθηση τραπεζικών συναλλαγών που επηρεάζουν τις συναλλαγές ευρωπαϊκών εταιρειών με τρίτες χώρες, απειλώντας τες με βαριά πρόστιμα αν δεν συμμορφώνονται». Ο Τζόουνς δεν αποτολμά πρόβλεψη για το αν μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα απαρνηθεί τα εργαλεία αυτά. Αλλά επιμένει ότι η διατλαντική συνεργασία παραμένει πολύ σημαντική για την αντιμετώπιση μιας σειράς διεθνών προκλήσεων, όποιος κι αν βρίσκεται στον Λευκό Οίκο.
Οι Ευρωπαίοι «ψηφίζουν» τον Τζο Μπάιντεν
Η αλλαγή τόνου από τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε περίπτωση εκλογής του υποψηφίου των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, θεωρείται δεδομένη.