Η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση από τα εν λόγω κράτη μέλη της υπηκοότητάς τους —και, συνεπώς, της ενωσιακής ιθαγένειας— ως αντάλλαγμα για προκαθορισμένη πληρωμή ή επένδυση και χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός με τα οικεία κράτη μέλη, δεν συνάδει με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ταυτόχρονα, υπονομεύει την ακεραιότητα του καθεστώτος της ενωσιακής ιθαγένειας που προβλέπεται στο άρθρο 20 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Λόγω της φύσης της ενωσιακής ιθαγένειας, τα συστήματα αυτά έχουν επιπτώσεις στο σύνολο της Ένωσης. Όταν ένα κράτος μέλος χορηγεί ιθαγένεια, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο καθίσταται αυτομάτως πολίτης της ΕΕ και απολαύει όλων των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτό το καθεστώς, όπως το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας, διαμονής και εργασίας εντός της ΕΕ ή το δικαίωμα ψήφου στις δημοτικές εκλογές, καθώς και στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα των συστημάτων χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές δεν περιορίζονται στα κράτη μέλη που τα εφαρμόζουν, ούτε είναι ουδέτερα σε σχέση με τα άλλα κράτη μέλη και την ΕΕ στο σύνολό της.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η χορήγηση της ενωσιακής ιθαγένειας ως αντάλλαγμα για προκαθορισμένες πληρωμές ή επενδύσεις χωρίς να υπάρχει πραγματικός δεσμός με τα οικεία κράτη μέλη υπονομεύει την ουσία της ενωσιακής ιθαγένειας. .
Επόμενα στάδια
Οι κυβερνήσεις της Κύπρου και της Μάλτας έχουν προθεσμία δύο μηνών για να απαντήσουν στις προειδοποιητικές επιστολές. Εάν οι απαντήσεις δεν είναι ικανοποιητικές, η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει αιτιολογημένη γνώμη για το θέμα αυτό.
Ιστορικό
Τα συστήματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές επιτρέπουν σε ένα πρόσωπο να αποκτήσει νέα ιθαγένεια με μόνη βάση πληρωμές ή επενδύσεις. Τα συστήματα αυτά είναι διαφορετικά από τα συστήματα χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές (ή «χρυσές βίζες»), τα οποία επιτρέπουν σε υπηκόους τρίτων χωρών, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποκτήσουν άδεια διαμονής σε χώρα της ΕΕ.
Οι προϋποθέσεις απόκτησης και απώλειας της εθνικής ιθαγένειας ρυθμίζονται από το εθνικό δίκαιο κάθε κράτους μέλους, με την επιφύλαξη της τήρησης του ενωσιακού δικαίου. Δεδομένου ότι η ιθαγένεια κράτους μέλους αποτελεί τη μόνη προϋπόθεση για την ενωσιακή ιθαγένεια και για την πρόσβαση στα δικαιώματα που παρέχονται από τις Συνθήκες, η Επιτροπή παρακολουθεί στενά τα συστήματα που χορηγούν σε επενδυτές την ιθαγένεια των κρατών μελών.
Η Επιτροπή έχει εκφράσει συχνά τις σοβαρές ανησυχίες της για τα συστήματα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές και για ορισμένους εγγενείς κινδύνους των συστημάτων αυτών. Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Επιτροπής του Ιανουαρίου του 2019, οι εν λόγω κίνδυνοι σχετίζονται ιδίως με την ασφάλεια, τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, τη φοροδιαφυγή και τη διαφθορά και η Επιτροπή παρακολουθεί ευρύτερα ζητήματα συμμόρφωσης με το ενωσιακό δίκαιο, τα οποία εγείρονται από τα προγράμματα χορήγησης ιθαγένειας και άδειας διαμονής σε επενδυτές. Τον Απρίλιο του 2020 η Επιτροπή, με επιστολές της στα οικεία κράτη μέλη, εξέθεσε τις ανησυχίες της και ζήτησε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα.
Σε ψήφισμα που εκδόθηκε στις 10 Ιουλίου 2020, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επανέλαβε τις προηγούμενες εκκλήσεις του προς τα κράτη μέλη για τη σταδιακή κατάργηση όλων των υφιστάμενων συστημάτων χορήγησης ιθαγένειας ως αντάλλαγμα για επενδύσεις (CBI) ή άδειας παραμονής ως αντάλλαγμα για επενδύσεις (RBI) το συντομότερο δυνατόν. Όπως δήλωσε η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν στην ομιλία της 16ης Σεπτεμβρίου 2020 για την κατάσταση της Ένωσης, οι ευρωπαϊκές αξίες δεν είναι προς πώληση.
Επίσης, η Επιτροπή απευθύνει εκ νέου επιστολή στη Βουλγαρία, τονίζοντας τις ανησυχίες της σχετικά με ένα σύστημα χορήγησης ιθαγένειας σε επενδυτές το οποίο διαχειρίζεται το εν λόγω κράτος μέλος και ζητώντας περαιτέρω λεπτομέρειες. Η βουλγαρική κυβέρνηση διαθέτει προθεσμία ενός μηνός για να απαντήσει στην επιστολή με την οποία ζητούνται περαιτέρω πληροφορίες, μετά την παρέλευση της οποίας η Επιτροπή θα αποφασίσει σχετικά με τα επόμενα βήματα.