Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ διατηρεί λογαριασμό σε τράπεζα στην Κίνα, χώρα στην οποία προσπαθούσε για χρόνια να αναπτύξει επιχειρηματικές δραστηριότητες, μολονότι παρουσιάζεται ως ένας αληθινός αντίπαλος του Πεκίνου, σε αντίθεση, όπως λέει ο ίδιος, με τον έτερο διεκδικητή της αμερικανικής προεδρίας, τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν, όπως γράφουν οι New York Times.
Ο ένοικος του Λευκού Οίκου διατήρησε το γραφείο, το οποίο είχε ανοίξει στην Κίνα προτού εκλεγεί, καθ'όλη τη διάρκεια της προεδρικής του θητείας και είχε αποπειραθεί μια σύμπραξη με μια σημαντική κινεζική εταιρεία που ελέγχεται από το κινεζικό κράτος, σημειώνει η εφημερίδα.
Ο Αμερικανός πρόεδρος διατήρησε επίσης έναν τραπεζικό λογαριασμό στην Κίνα, άγνωστο ως τώρα, ο οποίος ελέγχεται από μια από τις εταιρείες του, την Trump International Hotels Management, σύμφωνα με ανάλυση των φορολογικών του δηλώσεων που εξέτασαν οι New York Times.
Σύμφωνα με μια από τις δηλώσεις του, η εταιρεία κατέβαλε στην Κίνα 188.561 δολάρια σε φόρους όταν προσπαθούσε μεταξύ του 2013 και του 2015 να συνάψει συμφωνίες παραχώρησης άδειας εμπορικής εκμετάλλευσης.
Τα φορολογικά αρχεία έδειξαν επίσης ότι ο Τραμπ επένδυσε τουλάχιστον 192.000 δολάρια σε πέντε εταιρείες που ήταν επιφορτισμένες με την επιδίωξη επιχειρηματικών συμφωνιών στην Κίνα. Αυτές οι εταιρείες κατέγραψαν επιχειρηματικά έξοδα ύψους 97.400 δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων πληρωμών το 2018, αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο δικηγόρος του ομίλου Τραμπ, Άλαν Γκάρτεν, δήλωσε ότι αυτή η εταιρεία "άνοιξε έναν λογαριασμό σε μια κινεζική τράπεζα, που έχει γραφεία στις ΗΠΑ, προκειμένου να πληρώσει τους φόρους της".
"Καμία συμφωνία, συναλλαγή ούτε άλλη εμπορική δραστηριότητα δεν οριστικοποιήθηκε και, από το 2015, ο λογαριασμός αυτός έμεινε ανενεργός", πρόσθεσε, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, τις οποίες επικαλείται η αμερικανική εφημερίδα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ επιδίδεται σε έναν εμπορικό και διπλωματικό πόλεμο με την Κίνα και δηλώνει ότι είναι ο μοναδικός πραγματικός υπερασπιστής των αμερικανικών συμφερόντων έναντι του κινεζικού γίγαντα, σε αντίθεση, σύμφωνα με τον ίδιο, με τον Τζο Μπάιντεν, τον αντίπαλό του στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ.