Στο στόχαστρο του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ βρίσκεται ο κολοσσός υψηλής τεχνολογίας της Google, ο οποίος κατηγορείται ότι στο πεδίο της αναζήτησης εντός Διαδικτύου και στην αναζήτηση διαφημίσεων έχει οικοδομήσει ένα παράνομο μονοπωλιακό καθεστώς. Εξ ου και το υπουργείο υπέβαλε μήνυση κατά της εταιρείας, κίνηση η οποία είναι και η σοβαρότερη τα τελευταία 30 χρόνια σε επίπεδο παραπομπής στη Δικαιοσύνη με αφορμή την αμφισβήτηση της ισχύος που έχει αποκτήσει ένας τεχνολογικός οργανισμός.
Επιπλέον, η μήνυση δηλώνει και τη μεταστροφή σε επίπεδο επίσημης αμερικανικής πολιτικής έναντι μιας εταιρείας που στο πρόσφατο παρελθόν λογιζόταν ως η επιτομή του «αμερικανικού ονείρου». Η Google, η οποία ανήκει στη μητρική Alphabet, φέρεται να έχει διαμορφώσει ένα τέτοιο καθεστώς διαμέσου αποκλειστικής συνεργασίας με επιμέρους εταιρείες, που εξοβελίζουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εφημερίδα The New York Times.
Oι εν λόγω συμφωνίες για αποκλειστικές συνεργασίες συνίστανται, λόγου χάριν, σε δισεκατομμύρια δολάρια που πληρώνει η Google στην Apple για να τοποθετήσει στα iPhones ως προεπιλογή τη δική της μηχανή αναζήτησης. Ο Τζέφρεϊ Ρόουζεν, αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας και υπεύθυνος της έρευνας που διενεργήθηκε για τον τεχνολογικό κολοσσό της Google, δήλωσε πως ο τελευταίος «ανέπτυξε μονοπωλιακή ισχύ με τη συνδρομή αποκλειστικών συνεργασιών επιβλαβών για τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι η Google αποτελεί την πύλη προς το Διαδίκτυο και ένα μεγαθήριο στην αναζήτηση διαφημίσεων». Η Google και οι άλλοι τιτάνες της ψηφιακής οικονομίας έχουν απασχολήσει τις αρμόδιες Αρχές Ανταγωνισμού τόσο στην έδρα τους, δηλαδή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο και στην Ευρώπη, η οποία έχει κινηθεί πολλές φορές εναντίον τους λόγω του ότι ακολουθούν πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού. Τη στάση τους συμμερίζεται προσφάτως και η Ιαπωνία, η οποία ενδιαφέρεται και αυτή με τη σειρά της να περιορίσει την εκτεταμένη δύναμη των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Εν τω μεταξύ, είναι αξιοσημείωτο ότι στις ΗΠΑ οι μέχρι πρότινος ευμενώς διακείμενοι, όπως ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η φιλελεύθερη γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν, έχουν πλέον φθάσει να ασκούν δριμεία κριτική για την ανησυχητικά μεγάλη συγκέντρωση δύναμης στα χέρια ολιγάριθμων κολοσσών.
Ο δε γενικός εισαγγελέας Ουίλιαμ Π. Μπαρ, ο οποίος τοποθετήθηκε από τον Ντόναλντ Τραμπ, διαδραμάτισε ασυνήθιστα ενεργό ρόλο, πιέζοντας τους αρμόδιους εισαγγελείς του υπουργείου Δικαιοσύνης να έχουν ολοκληρώσει τις διαδικασίες έως τα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι δικηγόροι αντέδρασαν, επειδή ήθελαν περισσότερο χρόνο, ενώ δεν έπαυσαν να διαμαρτύρονται για έντονες πολιτικές πιέσεις. Βέβαια, όπως παρατηρούν οι New York Times, η όλη εκδίκαση μάλλον θα διαρκέσει πολύ, πυροδοτώντας πιθανώς και άλλες αντίστοιχες μηνύσεις από τις εισαγγελίες των πολιτειών. Σχεδόν 48 πολιτείες και επιμέρους Αρχές διενεργούν εκ παραλλήλου έρευνες και εκτιμάται ότι αυτές θα καταλήξουν σε ξεχωριστές προσφυγές εις βάρος της Google, διότι ασκεί ασφυκτικό έλεγχο στις ψηφιακές διαφημίσεις. Η προοπτική να κερδίσει την υπόθεση το αμερικανικό δημόσιο θα σημάνει έναν εμβληματικό μετασχηματισμό μιας από τις πιο αναγνωρίσιμες διεθνώς εταιρείες των ΗΠΑ, ταυτισμένης με την οικονομία του Διαδικτύου.
Η Google αρνείται, βεβαίως, τα περί αθέμιτου ανταγωνισμού, επιστρατεύοντας μια χορεία δικηγόρων, οικονομολόγων και λοιπών υποστηρικτών της. Αντίστοιχες προσφυγές έχει αντιμετωπίσει και στην Ευρώπη η μητρική της Alphabet, μια εταιρεία με χρηματιστηριακή αξία 1,04 τρισ. δολαρίων και ταμειακά αποθέματα 120 δισ. δολαρίων. Υπενθυμίζεται πως η Google ελέγχει το 90% της ψηφιακής αναζήτησης, σύμφωνα με εκτιμήσεις, κάτι που πέρυσι της απέφερε στις ΗΠΑ έσοδα 34,3 δισ. δολαρίων, ενώ το 2002 αυτά θα φθάσουν τα 42,5 δισ. δολάρια, όπως αναφέρει η εταιρεία ερευνών eMarketer.