Ωστόσο, και αν τα πράματα δεν εξελιχθούν κατ΄ευχήν, θα ευνοούσε τη Μόσχα μια ενδεχόμενη μετεκλογική κρίση στις ΗΠΑ.
Η Ρωσία, οι σχέσεις της οποίας με τη Δύση ήταν σε αρκετές περιπτώσεις καταστροφικές, είχε επενδύσει πολύ στον Ντόναλντ Τραμπ το 2016. Σε σημείο, σύμφωνα τουλάχιστον με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και την αμερικανική δικαιοσύνη, που η Μόσχα ενεπλάκη ενεργά στην προεκλογική καμπάνια υπέρ του δισεκατομμυριούχου, κυρίως με την κυβερνοπειρατεία κατά του Δημοκρατικού Κόμματος.
Παρά τις εξαγγελθείσες προθέσεις του Τραμπ όμως, «δεν υπήρξε ο πρόεδρος που τελικά έβγαλε από το αδιέξοδο τις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις», σύμφωνα με την Maria Lipman, του κύκλου Pomars Eurasia.
Κατ΄αρχάς, διότι το ζήτημα της ρωσικής ανάμειξης δηλητηρίασε την θητεία του, καθώς οι ισχυρισμοί των δύο ηγετών περί του αντιθέτου διαψεύσθηκαν από τις έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλά επίσης διότι αυτά τα τέσσερα χρόνια θητείας Τραμπ πολλαπλασιάσθηκαν τα σημεία διαφωνίας σε μεγάλα θέματα: αμερικανικές επιδρομές στην Συρία, αμερικανική αποχώρηση από την διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αλλά και από τις στρατιωτικές συνθήκες INF και Ανοικτοί Ουρανοί, αντίποινα κατά του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream...
Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ επέβαλαν κυρώσεις κατά μίας σειράς συμμάχων της Μόσχας, από την Λευκορωσία μέχρι την Βενεζουέλα. Και ο δηλητηριασμός στην Αγγλία του πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ έφερε την μεγαλύτερη αμοιβαία απέλαση ρώσων και αμερικανών διπλωματών από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Ερωτηθείς σχετικά στην ρωσική τηλεόραση στις αρχές του Οκτωβρίου, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δήλωσε πως υπό τον Τραμπ, κυρώσεις έπληξαν την Ρωσία 46 φορές. «Πρέπει να δούμε τα πράγματα αντικειμενικά», είπε, «οι προθέσεις για τις οποίες μιλούσε ο πρόεδρος Τραμπ δεν έγιναν πράξη».
Πάντως, το Κρεμλίνο δεν προτιμά σίγουρα τον Τζο Μπάιντεν, κυρίως διότι η ρωσική ανάμειξη στην εκλογική διαδικασία του 2016 έχει αφήσει ίχνη.
Με βάση «τη ρητορική των Δημοκρατικών τα τελευταία τέσσερα χρόνια...θα ήταν λογικό να ζητήσουν ενίσχυση των κυρώσεων», αν επιστρέψουν στην εξουσία, εκτιμά ο Alexandre Baounov, του Carnegie Center της Μόσχας.
Μπροστά στην πιθανότητα εκλογικής νίκης του Τζο Μπάιντεν, ο Πούτιν αποφάσισε ξαφνικά να τιμήσει το Δημοκρατικό Κόμμα, ως συμμεριζόμενο «κοινές αξίες» και κοινή «ιδεολογική βάση» με την Ρωσία.
Χαιρέτισε επίσης τον «υποψήφιο Μπάιντεν» ως υποστηρικτή της παράτασης της συνθήκης New Start για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων. Η συνθήκη εκπνέει τον Φεβρουάριο 2021 και οι διαπραγματεύσεις παραμένουν εν αμφιβόλω, παρά την προσέγγιση των δύο πλευρών τις τελευταίες ημέρες.
Για τους αναλυτές, οι έπαινοι του Πούτιν προς τον Μπάιντεν έχουν καιροσκοπικό χαρακτήρα: «Είδε ότι είχε πλεονεκτική θέση στις δημοσκοπήσεις», λέει ο Alexandre Choumiline της Ακαδημίας Επιστημών της Μόσχας.
Σύμφωνα με τον Alexandre Choumiline, ο Τραμπ παραμένει ο ευνοούμενος του Κρεμλίνου: «Εδειξε ότι δεν ήταν έτοιμος να ενισχύσει τις κυρώσεις και προσπάθησε ακόμη και να τις χαλαρώσει».
Η Μόσχα γνωρίζει ότι δεν περνάν όλα από τα χέρια του ενοίκου του Λευκού Οίκου: πρέπει να συμβιβασθεί με το Κογκρέσο, που κάνει εδώ και τέσσερα χρόνια δύσκολη την ζωή του Κρεμλίνου.
Εν τέλει, «Τραμπ ή Μπάιντεν, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ευνοϊκή προοπτική για την Ρωσία», λέει η Maria Lipman.
Λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, το Κρεμλίνο απάντησε σε ήπιους τόνους στην δήλωση Μπάιντεν ότι η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ.
«Δεν συμφωνούμε καθόλου», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εκφράσουμε την λύπη μας για την διασπορά με τον τρόπο αυτόν του απόλυτου μίσους για την Ρωσική Ομοσπονδία».
Ο πρόεδρος Πούτιν έχει πει ότι η Ρωσία θα συνεργασθεί με οποιονδήποτε ηγέτη των ΗΠΑ, έχοντας ωστόσο «σημειώσει» την «σφοδρή αντιρωσική ρητορική» του Τζο Μπάιντεν.
Ο πρόεδρος της Ρωσίας δήλωσε ότι δεν βλέπει τίποτε παράνομο στην επιχειρηματική δραστηριότητα του γιου του Μπάιντεν, Χάντερ, στην Ουκρανία και τη Ρωσία, παίρνοντας έτσι σαφείς αποστάσεις από την επιθετική γραμμή Τραμπ για να πλήξει τον αντίπαλό του στην τελική ευθεία προς τις εκλογές.
Όπως δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στο ρωσικό τηλεοπτικό δίκτυο RTVI: «Καταλαβαίνουμε ότι δεν θα υπάρξει δραματική αλλαγή ούτε με τους Δημοκρατικούς ούτε με τους Ρεπουμπλικανούς».
Αντίθετα, η Μόσχα θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί μία πολιτική κρίση στις ΗΠΑ, για παράδειγμα σε περίπτωση άρνησης του Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει την ήττα του. Στο σενάριο αυτό αναφέρθηκε άλλωστε ο Σεργκέι Λαβρόφ.
«Δεν θα θέλαμε να δούμε μία χώρα, μία δύναμη σαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, να βυθίζονται σε βαθιά κρίση, εάν νέες αναταραχές προστεθούν στις σημερινές διαδηλώσεις για την βία και τον ρατσισμό», δήλωσε στο πρακτορείο TASS.
Και χαρακτήρισε πηγή αστάθειας τον έμμεσο χαρακτήρα της ψηφοφορίας των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, που επέτρεψε την εκλογή του Τραμπ χωρίς λαϊκή πλειοψηφία.
Η Ρωσία, μαζί με την Κίνα και το Ιράν, θεωρούνται όχι απλά ύποπτες, αλλά κατηγορούνται για κυβερνοπειρατεία και για επιχειρήσεις επηρεασμού καθώς πλησιάζει η ημέρα των εκλογών στις ΗΠΑ.
Για την Lipman, ένα «μετεκλογικό χάος» θα ήταν πολύ ελκυστικό για το Κρεμλίνο: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εστιάσουν στις εσωτερικές τους υποθέσεις και όχι στην Ρωσία, η οποία θα το εκμεταλλευθεί».