Με τις ρυθμιστικές αρχές σε όλο τον κόσμο «να βάζουν στο μικροσκόπιο» τη διαχείριση κινδύνου των τραπεζών, την κουλτούρα και τις αποδοχές βάσει κινήτρων, μια νέα έρευνα της Deloitte (Deloitte Global) δείχνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να καταβάλλουν σημαντικά μεγαλύτερη προσπάθεια ώστε να ανταποκριθούν στις αυξημένες προσδοκίες των ρυθμιστικών αρχών - κυρίως στα πιο υψηλά κλιμάκια.
Παρόλο που αυτό μπορεί να διαφέρει από χώρα σε χώρα, η προσοχή των ρυθμιστικών αρχών τελευταία έχει επικεντρωθεί στον τρόπο με τον οποίο τα διοικητικά συμβούλια προωθούν και αναδεικνύουν τη σημασία της διαχείρισης κινδύνου, της διακυβέρνησης, των ευρύτερων ηθικών προτύπων και των ακολουθούμενων πρακτικών όσον αφορά στους μισθούς.
Σύμφωνα με την ένατη, διετή παγκόσμια έρευνα για τη διαχείριση κινδύνου στον κλάδο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, μόνο το 60% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το διοικητικό συμβούλιό του έχει εργαστεί προκειμένου να εγκαθιδρύσει και να ενσωματώσει μια κουλτούρα διαχείρισης κινδύνου στην επιχείρηση, καθώς και για να προωθήσει ανοιχτές συζητήσεις για θέματα κινδύνου. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο 40% δεν έχει κάνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση, υποδεικνύοντας ότι χρειάζεται περισσότερη δουλειά σε αυτόν τον τομέα.
Ένα παρόμοιο ποσοστό συμμετεχόντων – 63% – δήλωσε ότι οι διευθυντές τους επανεξετάζουν τα προγράμματα ανταμοιβών βάσει κινήτρων των ιδρυμάτων τους ώστε να ληφθεί υπόψη η ευθυγράμμιση των κινδύνων με τις αμοιβές. Επιπλέον, μόνο οι μισοί περίπου από τους ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η επανεξέταση των προγραμμάτων ανταμοιβών είναι αρμοδιότητα της διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος τους, προκειμένου να γίνει η αξιολόγηση του αντίκτυπου των προγραμμάτων αυτών τόσο στην ανάληψη, όσο και στην κουλτούρα διαχείρισης κινδύνου του οργανισμού.
Προσφάτως, ο Mark Carney – πρόεδρος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Financial Stability Board), του διεθνούς οργανισμού που παρακολουθεί και προβαίνει σε συστάσεις για το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα – είπε στους Υπουργούς Οικονομικών των G20 και στους διοικητές Κεντρικών Τραπεζών ότι «το επίπεδο κακής διαχείρισης σε ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που καθιστά πιθανή τη δημιουργία συστημικών κινδύνων». Ο Carney επεσήμανε κυρίως τη διακυβέρνηση κινδύνου και τα προγράμματα ανταμοιβών ως τους τομείς στους οποίους θα επικεντρωθούν στο μέλλον ως μέρος μιας ευρύτερης αναδιάρθρωσης.
Από τη θετική πλευρά, το 85% των ερωτηθέντων, ανέφεραν ότι πλέον, το Διοικητικό τους Συμβούλιο αφιερώνει περισσότερο χρόνο στην εποπτεία του κινδύνου, σε σύγκριση με δύο χρόνια πριν. Αυτό ακολουθεί μια τάση ραγδαίας αύξησης της συμμετοχής των Διοικητικών συμβουλίων στην εποπτεία των κινδύνων – τάση που αναμένουμε να συνεχιστεί.
«Οι ρυθμιστικές αρχές ερευνούν πλέον πέραν από τα ποσοτικά μέτρα του κινδύνου αγοράς, του πιστωτικού κινδύνου και του κινδύνου ρευστότητας, προκειμένου να εκτιμήσουν εάν τα ιδρύματα έχουν καλλιεργήσει μια κουλτούρα, η οποία ενθαρρύνει τους εργαζόμενους να αναλαμβάνουν τους ενδεδειγμένους κινδύνους και προωθεί την ηθική συμπεριφορά τους γενικότερα», όπως δήλωσε ο Edward Hida, Deloitte Global Risk & Capital Management Leader.
«Αυτή η νέα έμφαση στην κουλτούρα διαχείρισης κινδύνου και στην ηθική είναι κάτι περισσότερο από ενθουσιώδη λόγια» αναφέρει ο Hida. «Οι τράπεζες ανταποκρίνονται στο ενδιαφέρον που δείχνουν οι εποπτικές αρχές στην κουλτούρα εγκαθιδρύοντας νέες επιτροπές, γραφεία και πολιτικές, ενώ παράλληλα προσπαθούν να αναπτύξουν τις κατάλληλες προσεγγίσεις και μεθόδους προκειμένου να μετρήσουν και να αξιολογήσουν την κουλτούρα διαχείρισης κινδύνου».
Ενδεικτικά ευρήματα από την έρευνα:
•Πρέπει να δοθεί περισσότερη προσοχή στο λειτουργικό κίνδυνο. Περίπου τα δύο τρίτα ή και περισσότεροι από τους ερωτηθέντες αισθάνονται ότι το ίδρυμά τους είναι εξαιρετικά ή αρκετά αποτελεσματικό στη διαχείριση των παραδοσιακών τύπων λειτουργικών κινδύνων, όπως αυτοί που σχετίζονται με νομικές ή φορολογικές υποθέσεις. Παρόλο που αυτά τα ποσοστά θα έπρεπε να είναι υψηλότερα, δεδομένης της ιδιαίτερης έμφασης που έχουν δώσει οι ρυθμιστικές αρχές στα συγκεκριμένα θέματα, ακόμα πιο λίγοι ερωτηθέντες απάντησαν ότι το ίδρυμά τους ήταν εξαιρετικά ή πολύ αποτελεσματικό, όταν πρόκειται για κινδύνους αναφορικά με τρίτους (44%), ασφάλεια στον κυβερνοχώρο (42%), ακεραιότητα δεδομένων () (40%) και τα μοντέλα (37%).
•Όταν ερωτήθηκαν για τον αντίκτυπο των κανονιστικών αλλαγών στο ίδρυμά τους, ανέφεραν ένα αυξημένο κόστος συμμόρφωσης (87%, αυξημένο σε σχέση με το 65% το 2012). Άλλες επιπτώσεις που αναφέρθηκαν αφορούσαν στη διατήρηση υψηλότερων κεφαλαίων (62%, αυξημένο σε σχέση με το 54% το 2012) και προσαρμογή κάποιων προϊόντων ή/και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (60%, αυξημένο σε σχέση με το 48% το 2012).
•Η μεγαλύτερη προσοχή η οποία δόθηκε από τις ρυθμιστικές αρχές στα stress test και η εκτεταμένη χρήση αυτών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχει καταστήσει δυσκολότερη την εξασφάλιση επαγγελματιών οι οποίοι διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα και ειδίκευση. Το 88% των ερωτηθέντων είπαν ότι η προσέλκυση και η διατήρηση επαγγελματιών στη διαχείριση κινδύνου με τα απαιτούμενα προσόντα αποτελεί πρόκληση για αυτούς, συμπεριλαμβανομένου και ενός 32% το οποίο θεωρεί την εξασφάλιση ταλέντων «εξαιρετικά» ή «πολύ δύσκολη» διαδικασία.
•Οι τεχνολογικοί και πληροφοριακοί κίνδυνοι συνεχίζουν επίσης να παρουσιάζουν προκλήσεις, με το 48% των ερωτηθέντων να είναι υπερβολικά ή πάρα πολύ ανήσυχοι για την δυνατότητα των τεχνολογικών συστημάτων του ιδρύματός τους να μπορούν να ανταποκριθούν με ευελιξία στις τρέχουσες κανονιστικές αλλαγές. Το 62% των ερωτηθέντων είπαν ότι τα πληροφοριακά συστήματα κινδύνων και η τεχνολογική υποδομή αποτελούν εξαιρετικά μεγάλη ή πολύ μεγάλη πρόκληση και το 46% είπε το ίδιο για τον κίνδυνο σχετικά με τα δεδομένα.