Τα περιορισμένα, ωστόσο, αποθέματα των εμβολίων θα μπορούσαν να επιτρέψουν ιό να χτυπήσει πιο δυνατά τις χώρες της Ευρώπης μέσα στο 2021, πιέζοντας περισσότερο τα νοσοκομεία και φρενάροντας την ανάκαμψη της οικονομίας, υποστηρίζει η Wall Strett Journal.
Η αναμονή της έγκρισης των εμβολίων από τις ρυθμιστικές αρχές, τα προβλήματα στην αποθήκευση και μεταφορά των δόσεων των εμβολίων αλλά και η ίδια η επιστημονική διαδικασία που συχνά παγώνει τις δοκιμές, καθιστούν πιθανό το ενδεχόμενο να γίνουν σύντομα διαθέσιμα στις χώρες της ΕΕ μονάχα δύο εμβόλια, αυτό που αναπτύσσουν από κοινού η αμερικανική φαρμακευτική βιομηχανία Pfizer και το γερμανικό εργαστήριο βιοτεχνολογίας BioNTech και το εμβόλιο της Moderna.
Oι δύο αυτές επιλογές δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τη μεγάλη παγκόσμια ζήτηση, την ώρα μάλιστα που η ΕΕ βασιζόταν για τον εμβολιασμό 450 εκατ. πληθυσμού σε εμβόλια που σε αυτή τη φάση αγωνίζονται να φτάσουν στη γραμμή του τερματισμού.
Να σημειωθεί επίσης ότι σήμερα οι ΗΠΑ έγιναν η πέμπτη χώρα που έδωσε έγκριση για το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech, μετά τη Βρετανία, το Μπαχρέιν, τον Καναδά και το Μεξικό. Η Μεγάλη Βρετανία έγινε την προηγούμενη εβδομάδα η πρώτη χώρα της Δύσης που ενέκρινε το εμβόλιο και ξεκίνησε τους εμβολιασμούς στον πληθυσμό και της ομάδες πρώτης προτεραιότητας. Οι ΗΠΑ σκοπεύουν επίσης να ξεκινήσουν άμεσα τους εμβολιασμούς, αναφέροντας με τον απερχόμενο πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει πως ο πρώτος εμβολιασμός κατά του ιού στη χώρα του θα γίνει σε «λιγότερο από 24 ώρες».
Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον ένα μήνα για παρόμοιες εξελίξεις καθώς ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) θα αποφανθεί για το εμβόλιο της Pfizer στι 29 Δεκεμβρίου και στις 12 Ιανουαρίου για το εμβόλιο της Moderna.
Πολλές ευρωπαϊκές χώρες σχεδιάζουν να ξεκινήσουν τη χορήγηση του εμβολίου της Pfizer τον Ιανουάριο, ξεκινώντας από ηλικιωμένους, εργαζόμενους στον τομέα της υγείας και άλλες ομάδες υψηλής προτεραιότητας. Οι περισσότερες όμως, επισημαίνει η WSJ, δεν έχουν καθορίσει συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για τον εμβολιασμό των πληθυσμών τους, εν μέσω της αβεβαιότητας για το πόσες δόσεις εγκεκριμένων εμβολίων θα είναι διαθέσιμες τότε.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαπραγματευθεί κεντρικά συμφωνίες για την προμήθεια των εμβολίων κι έπειτα θα τα διαθέσει στα κράτη- μέλη της ΕΕ ανάλογα με το μέγεθος του πληθυσμού τους.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι προπαραγγελίες φτάνουν σχεδόν τα 2 δισεκατομμύρια δόσεων και αφορούν συμφωνίες με έξι φαρμακοβιομηχανίες, ανάμεσα στις οποίες είναι η συμφωνία για έως 300 εκατομμύρια από την Pfizer και έως 160 εκατομμύρια από τη Moderna. Αυτά τα δύο εμβόλια, όπως και τα περισσότερα από τα άλλα, απαιτούν δύο δόσεις ανά άτομο, πράγμα που σημαίνει ότι οι παραγγελίες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι τώρα θα καλύπτουν μόνο το ήμισυ περίπου του πληθυσμού της ΕΕ.
Η γρήγορη εκπλήρωση αυτών των παραγγελιών δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Και τα δύο εμβόλια χρησιμοποιούν νέα και πολλά υποσχόμενη τεχνολογία mRNA. Η παραγωγή, ωστόσο, των εμβολίων που αναπτύσσονται με αυτή την τεχνολογία δεν μπορεί να κλιμακωθεί εύκολα. Την ίδια ώρα τα υπόλοιπα υποψήφια εμβόλια βρίσκονται αντιμέτωπα με μεγάλες καθυστερήσεις.
Η ΕΕ βασίστηκε αρκετά στο εμβόλιο που αναπτύσσουν η AstraZeneca με το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το εμβόλιο όμως αυτό έχει αντιμετωπστεί με σκεπτικισμό από τους ρυθμιστικούς φορείς μετά την χορήγηση στους εθελοντές ασυνεπείς δόσεις κατά τη διάρκεια κλινικών δοκιμών. Η περαιτέρω μελέτη και ο έλεγχος αναμένεται να διαρκέσουν μήνες.
Οι χώρες της ΕΕ πόνταραν επίσης αρκετά στο εμβόλιο που αναπτύσσουν από κοινού η γαλλική Sanofi και η βρετανική GlaxoSmithKline. Όπως όμως ανακοίνωσε χθες η Sanofi, τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών έδειξαν ανεπαρκή ανοσοαπόκριση. Οι δύο εταιρείες δήλωσαν ότι σχεδιάζουν να ξεκινήσουν μια καινούργια μελέτη το επόμενο έτος, ελπίζοντας να βρουν ένα πιο αποτελεσματικό εμβόλιο έως το τέλος του 2021.
Το εμβόλιο της CureVac έχει μείνει επίσης πολύ πίσω στην κούρσα, καθώς δεν έχει ξεκινήσει ακόμη κλινικές δοκιμές μεγάλης κλίμακας.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ οι περισσότερες χώρες της ΕΕ αναμένουν να ξεκινήσουν εμβολιασμούς τον Ιανουάριο, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πότε θα είναι σε θέση να εμβολιάσουν σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους , τέτοιο που να επιτρέπει την επιστροφή της καθημερινής ζωής σε κανονικούς ρυθμούς.
Παράλληλα καθώς οι νέοι, οι οποίοι είναι πιο εκτεθειμένοι στον ιό και αποτελούν παράλληλα τους κύριους μεταδότες του, βρίσκονται τελευταίοι στη λίστα του προγραμματισμού για τους εμβολιασμούς, γίνεται κατανοητό ότι η μετάδοση θα μπορούσε να συνεχιστεί για μεγάλο μέρος του 2021, τονίζει η WSJ.
Ελπίδα της Ευρώπης έτσι αναδεικνύεται το να μπορέσει να αποσυμπιέσει το σύστημα υγείας εμβολιάζοντας ικανοποιητικό αριθμό ηλικιωμένων και ευάλωτων πληθυσμών, και άρα μειώνοντας τον αριθμό των σοβαρών λοιμώξεων.