Κατά τη συζήτηση στη σύνοδο της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου την Τρίτη, οι ευρωβουλευτές αντάλλαξαν απόψεις με την υπουργό Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Πορτογαλίας Ana Paula Zacarias και την επίτροπο Υγείας της ΕΕ Στέλλα Κυριακίδου.
Τα μέλη του ΕΚ, κατά ευρεία πλειοψηφία, εξέφρασαν τη στήριξή τους προς την ενιαία προσέγγιση της ΕΕ, η οποία εξασφάλισε την ταχεία ανάπτυξη των εμβολίων και την πρόσβαση όλων των Ευρωπαίων πολιτών σε αυτά. Ταυτόχρονα, οι ευρωβουλευτές εξέφρασαν τη θλίψη τους για τον «εθνικισμό στον τομέα της υγείας», συμπεριλαμβανομένων των καταγγελιών για τη σύναψη παράλληλων συμβάσεων από τα κράτη μέλη και των ανταγωνιστικών προσπαθειών μεταξύ τους. Προκειμένου να διαφυλαχθεί η επιτυχία της ευρωπαϊκής προσπάθειας, η ΕΕ πρέπει να αντιτάξει την ενότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών, με συνεργασία σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, είπαν οι ευρωβουλευτές.
Οι ευρωβουλευτές ζήτησαν απόλυτη διαφάνεια για τους όρους των συμβάσεων μεταξύ της ΕΕ και των φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες συνάπτονται με δημόσιους πόρους. Οι πρόσφατες προσπάθειες της Επιτροπής, προκειμένου να επιτραπεί στους ευρωβουλευτές να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέρος μόνο μίας από τις συμβάσεις, κρίθηκαν ανεπαρκείς. Οι ευρωβουλευτές επανέλαβαν ότι μόνο η πλήρης διαφάνεια μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της παραπληροφόρησης και στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης όσον αφορά τις εκστρατείες εμβολιασμού σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι ομιλητές αναγνώρισαν επίσης την παγκόσμια διάσταση της πανδημίας COVID-19, η οποία απαιτεί παγκόσμιες λύσεις. Η ΕΕ έχει ευθύνη να χρησιμοποιήσει τη θέση ισχύος της για να στηρίξει τους περισσότερο ευάλωτους γείτονες και εταίρους της. Η πανδημία μπορεί να ξεπεραστεί μόνο όταν όλοι οι άνθρωποι έχουν ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια, όχι μόνο όσοι ζουν σε πλούσιες χώρες, προσέθεσαν οι ευρωβουλευτές.
Η συζήτηση έθιξε επίσης και άλλα θέματα, όπως η ανάγκη να συλλέγονται συγκρίσιμα εθνικά δεδομένα και η αμοιβαία αναγνώριση των εμβολιασμών, η ανάγκη αποφυγής καθυστερήσεων και επιτάχυνση του ρυθμού των εμβολιασμών, καθώς και ο μη εποικοδομητικός χαρακτήρας της απόδοσης ευθυνών στην ΕΕ ή την ευρύτερη φαρμακευτική βιομηχανία για τυχόν αποτυχίες.