Ο κατά κόσμον Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο αρέσκεται σε πρωτοβουλίες που εκπλήσσουν. Το έδειξε αυτό λίγο μετά την εκλογή του το 2013, όταν η πρώτη του έξοδος από τη Ρώμη ήταν μια αιφνιδιαστική επίσκεψη στη νήσο Λαμπεντούζα, επίκεντρο του προσφυγικού δράματος της Μεσογείου.
Όμως η τριήμερη επίσκεψη που πραγματοποιεί από σήμερα στο Ιράκ είναι η τολμηρότερη κίνηση της παποσύνης του – όχι μόνο από την άποψη των συμβολισμών, αλλά και της φυσικής ασφάλειάς του.
Η Μεσσοποταμία είναι ο μοναδικός τόπος της Βίβλου ο οποίος δεν είχε δεχθεί μέχρι σήμερα την επίσκεψη κανενάς Ρωμαίου ποντίφηκα. Ο Ιωάννης-Παύλος Β' είχε εκφράσει την επιθυμία κατά το Ιωβηλαίο Έτος 2000 να πατήσει τα χώματα της αρχαίας Ουρ, γενέτειρας του Αβραάμ, όμως οι πολιτικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν.
Ο σημερινός Πάπας παίρνει το ρίσκο εν μέσω πανδημίας και ενώ το Ιράκ φέρει ανοικτά τα τραύματα από δεκαετίες αποκλεισμού και πολέμου, από την καταστροφική εμφάνιση του "Ισλαμικού Κράτους” το 2014 και από τις πρόσφατες πολύνεκρες διαδηλώσεις στα νότια.
Επισκέπτεται μια χώρα με 18 εκατομμύρια νέους κάτω των 25 ετών, δοκιμαζόμενη από τη διαφθορά, τον φατριασμό, την κατάρρευση των υποδομών εν μέσω και κλιματικής μεταβολής.
Κυρίως, όμως, μία χώρα η οποία, όπως κατέδειξε πέρσι η δολοφονία του Κάσεμ Σολεϊμανί στη Βαγδάτη και η κατοπινή εκτόξευση από το Ιράν βαλλιστικών πυραύλων εναντίον αμερικανικών βάσεων, βρίσκεται στο επίκεντρο του ακήρυχτου πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ισλαμική Δημοκρατία.
Σε αυτό το τοπίο, η επίσκεψη του Πάπα αποτελεί μια ιστορική χειρονομία άρνησης των περιορισμών, φυσικών και νοητικών, που θέτει ο λεγόμενος "πόλεμος των πολιτισμών”.
Εκ πρώτης όψεως, ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου κομίζει μήνυμα αλληλεγγύης προς τους Χριστιανούς του Ιράκ, στους οποίους δεσπόζει η κοινότητα των Χαλδαίων (άλλοτε νεστοριανών, οι οποίοι ενώθηκαν με τη Ρώμη τον 16 αιώνα, διατηρώντας δική τους ιεραρχία και τυπικό).
Το γεγονός ότι στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, το ιστορικό λίκνο του Χριστιανισμού, οι γηγενείς πιστοί βλέπουν τους αριθμούς τους να μειώνονται δραματικά (λ.χ. στο Ιράκ, από σχεδόν ένα εκατομμύριο πριν από τη "Θύελλα της Ερήμου” το 1991 σε περίπου 250.000 σήμερα), λόγω της στοχοποίησής τους και της έλλειψης οικονομικών ευκαιριών, αποτελεί μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις, και μάλλον όχι αθέλητη, της "σύγκρουσης των πολιτισμών”.
Όμως, πέραν αυτού, η επίσκεψη του Πάπα Φραγίσκου στο Ιράκ αποτελεί ένα μεγάλο άνοιγμα προς τον σιιτικό κλάδο του Ισλάμ, καθώς θα πραγματοποιηθεί και σε μέρη ελεγχόμενα από φιλο-ιρανικές πολιτοφυλακές και θα κορυφωθεί με συνάντηση αύριο Σάββατο με τον άκρως επιδραστικό Μεγάλο Αγιατολλάχ Αλί αλ Σιστάνι στη Νατζάφ.
Παρά την πανδημία, το ενδιαφέρον μεταξύ των Μουσουλμάνων του Ιράκ για την παπική επίσκεψη είναι έντονο. Όχι μόνο γιατί αυτή συνιστά έμπρακτη διάψευση της εγκατάλειψης της χώρας, αλλά και γιατί η βατικάνεια διπλωματία υπήρξε το 2003 η ισχυρότερη ευρωπαϊκή φωνή κατά της εισβολής των Αμερικανών και των συμμάχων τους στο Ιράκ.
Η νουντσιατούρα στη Βαγδάτη, της οποίας προϊστατο ο Φερνάντο Φιλόνι, σήμερα ένα από τα πλέον υψηλόβαθμα μέλη του Κολλεγίου των Καρδιναλίων, ήταν η μόνη διπλωματική αποστολή που έμεινε ανοικτή καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ.
Ο θρυλικός Γαλλο-Βάσκος καρδινάλιος Ροζέ Ετσεγκαράι μετέβη στη Βαγδάτη (την οποία γνώριζε καλά από το 1985 όταν μεσολάβησε σε ανταλλαγή αιχμαλώτων πολέμου μεταξύ Ιράν και Ιράκ) για να ενθαρρύνει τους εκεί Χριστιανούς και να διαβουλευτεί με τον, Χαλδαίο το δόγμα, αντιπρόεδρο του Σαντάμ Χουσεϊν, Τάρικ Αζίζ.
Ο καρδινάλιος Πίο Λάγκι, άλλοτε νούντσιος στη Ουάσιγκτον και οιογενειακός φίλος των Μπους, μετέβη στον Λευκό Οίκο για να μεταπείσει τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ. Στα πρακτικά αυτής της συνάντησης, που έκτοτε έγιναν γνωστά, ο πεπειραμένος διπλωμάτης τη Αγίας Έδρας προκάλεσε θαρρετά τον Τζορτζ Μπους τζούνιορ να του προσκομίσει αποδείξεις της συνεργασίας του Σαντάμ Χουσεϊν με την αλ-Κάιντα, ενώ, όταν ο οικοδεσπότης του θέλησε να μεταφέρει τη συζήτηση σε θέματα επί των οποίων υπήρχε σύμπτωση απόψεων, όπως η καταδίκη των αμβλώσεων, απάντησε ξερά: "Δεν είναι αυτό το αντικείμενο της αποστολής μου”.
Ο δε "τσάρος των δογματικών υποθέσεων” καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ, μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος Ιστ', έκλεισε κάθε συζήτηση για τη δικαιολόγηση της εισβολής, δηλώνοντας λακωνικά ότι "η έννοια του προληπτικού πολέμου δεν περιλαμβάνεται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας”.
Όλοι αυτοί, μπορούν σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, να θεωρηθούν δικαιωμένοι στις προειδοποιήσεις τους.