Ο αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε προεδρικό διάταγμα που θα επιτρέψει την επιβολή και νέων κυρώσεων κατά της Ρωσίας ώστε να προκληθούν «στρατηγικές και οικονομικές συνέπειες» εις βάρος της, «εάν συνεχίσει ή ευνοήσει την κλιμάκωση των ενεργειών διεθνούς αποσταθεροποίησης», προειδοποιεί σε ανακοίνωσή του ο Λευκός Οίκος.
Στο πλαίσιο του προεδρικού διατάγματος, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών απαγορεύει στους αμερικανικούς οικονομικούς θεσμούς να αγοράζουν απευθείας ρωσικά ομόλογα μετά τις 14 Ιουνίου.
Επιβάλλει επίσης κυρώσεις σε έξι ρωσικές τεχνολογικές εταιρείες που κατηγορούνται ότι υποστηρίζουν τις δραστηριότητες της Μόσχας στον κυβερνοχώρο .
Πρόκειται για την απάντηση της Ουάσινγκτον στην γιγάντια κυβερνοεπίθεση του 2020 που εκμεταλλεύθηκε λογισμικό που αναπτύσσεται από την εταιρεία διαχείρισης δικτύων SolarWinds, το οποίο χρησιμοποιείται τόσο στον δημόσιο όσο και στο ιδιωτικό τομέα.
Η κυβερνοεπίθεση εξελισσόταν επί μέρες και έπληξε υπουργεία και ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν παρέπεμπαν σε κρατική οντότητα. Πολλά αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρθηκαν στην ρωσική ομάδα "APT29", γνωστή και ως "Cozy Bear". Σύμφωνα με τον αμερικανικό Τύπο, η ομάδα αυτή ανήκει στις ρωσικές υπηρεσίες Πληροφοριών και έχει πραγματοποιήσει κυβερνοεπιθέσεις και κατά την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν κατηγορεί επισήμως την Μόσχα για την κυβερνοεπίθεση αυτή.
Το υπουργείο Οικονομικών επιβάλλει επίσης κυρώσεις κατά 32 οργανισμών και προσώπων που κατηγορούνται ότι αποπειράθηκαν, για λογαριασμό της ρωσικής κυβέρνησης, «να επηρεάσουν τις προεδρικές εκλογές τους 2020 στις ΗΠΑ», σύμφωνα με την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου.
Και σε σύμπραξη με την Ευρωπαϊκή Ενωση, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία η αμερικανική κυβέρνηση επιβάλλει επίσης κυρώσεις σε οκτώ πρόσωπα και οργανισμούς «που συνδέονται με την συνεχιζόμενη κατοχή και καταστολή στην Κριμαία».
Ως προς τις κατηγορίες για τα πριμ που προσφέρθηκαν από την Ρωσία σε ταλιμπάν για να επιτεθούν κατά αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν, ο Λευκός Οίκος αναφέρει ότι η διαχείριση της υπόθεσης αυτής γίνεται «μέσω διπλωματικών και στρατιωτικών διαύλων, καθώς και διαύλων των υπηρεσιών Πληροφοριών».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ