Όταν ανέλαβε την προεδρία, ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είχε διαμηνύσει πως θα προχωρούσε σε αντίποινα για μια σειρά ενεργειών την ευθύνη για τις οποίες προσάπτει στο Κρεμλίνο – ανάμεσά τους, μια κυβερνοεπίθεση ευρείας κλίμακας και την προσπάθεια ανάμιξης στις εκλογές του Νοεμβρίου.
Ο κ. Μπάιντεν, που έφθασε στο σημείο να αποκαλέσει τον ρώσο ηγέτη «killer» («φονιά» με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, «αδίστακτο» εάν επρόκειτο για μεταφορά) στη διάρκεια τηλεοπτικής του συνέντευξης, είχε υποσχεθεί πως θα είναι πολύ πιο αυστηρός έναντι της Ρωσίας από τον προκάτοχό του· ο Ντόναλντ Τραμπ είχε κατηγορηθεί από τους Δημοκρατικούς για υπερβολική υποχωρητικότητα έναντι του ενοίκου του Κρεμλίνου, ακόμα και για «αθέμιτη σύμπραξη» με τη Μόσχα.
Τα αντίποινα ανακοινώθηκαν χθες, όταν ο 46ος αμερικανός πρόεδρος υπέγραψε διάταγμα που προβλέπει την άμεση επιβολή κυρώσεων.
Θα επιτρέψει επίσης τη λήψη νέων τιμωρητικών μέτρων σε βάρος της Ρωσίας «αν συνεχίσει να αναμιγνύεται στη δημοκρατία μας», προειδοποίησε ο κ. Μπάιντεν, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα πως δεν έχει σκοπό να πυροδοτήσει έναν «κύκλο κλιμάκωσης και σύγκρουσης» ανάμεσα στις δύο χώρες, τουναντίον θεωρεί πως έχει έρθει «η ώρα για την αποκλιμάκωση».
«Θέλουμε μια σταθερή, προβλέψιμη σχέση», είπε. «Θα μπορούσαμε να πάμε ακόμα πιο μακριά αλλά επέλεξα να μην το κάνουμε. Επέλεξα να προχωρήσουμε σε αναλογική αντίδραση» είπε.
Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών απαγόρευσε στις αμερικανικές τράπεζες να αγοράζουν απευθείας χρέος του ρωσικού δημοσίου από την 14η Ιουνίου. Επέβαλε επίσης κυρώσεις σε έξι ρωσικές εταιρείες τεχνολογίας, που κατηγορούνται ότι είχαν υποστηρίξει δραστηριότητες κυβερνοπειρατίας των ρωσικών υπηρεσιών κατασκοπείας.
Πρόκειται για αντίποινα για την κυβερνοεπίθεση μεγάλης κλίμακας του 2020, που αποδόθηκε στη Ρωσία. Η υπηρεσία κατασκοπείας της Ρωσίας χαρακτήρισε «παραλήρημα» τις αμερικανικές κατηγορίες.
Αμερικανός αξιωματούχος επισήμανε πως μέρος των αμερικανικών αντιποίνων θα παραμείνει «μυστικό», αφήνοντας να εννοηθεί το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να προχωρήσουν σε αντεπίθεση εναντίον των ψηφιακών υποδομών της Ρωσίας.
Ακόμη, το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε κυρώσεις σε βάρος 32 νομικών και φυσικών προσώπων που κατηγορούνται ότι αποπειράθηκαν, για λογαριασμό της ρωσικής κυβέρνησης, «να επηρεάσουν τις προεδρικές εκλογές του 2020 στις ΗΠΑ».
Επιπλέον, η αμερικανική κυβέρνηση επέβαλε κυρώσεις σε οκτώ πρόσωπα και οντότητες που συνδέονται με την «κατοχή» της Κριμαίας, «σε συντονισμό» με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία και τον Καναδά.
Το NATO, η ΕΕ και το Λονδίνο εξέφρασαν την υποστήριξή τους στις αμερικανικές κυρώσεις, χωρίς πάντως να ανακοινώσουν άμεσα νέα μέτρα. Η βρετανική κυβέρνηση κάλεσε τον ρώσο πρεσβευτή για να του επιδώσει διαμαρτυρία για την «κακόβουλη συμπεριφορά» της χώρας του.
Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι απελαύνονται δέκα ρώσοι διπλωμάτες από την Ουάσινγκτον, ορισμένοι εκ των οποίων κατηγορούνταν πως είναι μέλη των υπηρεσιών κατασκοπείας.
Όλες αυτές οι κυρώσεις επιβλήθηκαν εξάλλου επειδή η Ουάσινγκτον κατηγορούσε τη Μόσχα πως προσέφερε χρηματικές αμοιβές στους Ταλιμπάν για να επιτίθενται σε αμερικανούς στρατιωτικούς στο Αφγανιστάν. Παρότι αμερικανός αξιωματούχος αναγνώρισε πως οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν έχουν μπορέσει να επαληθεύσουν τους ισχυρισμούς περί αυτού.
Οι κυρώσεις αυτές προστέθηκαν στη σειρά τιμωρητικών μέτρων που ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο για τη φερόμενη δηλητηρίαση του Αλεξέι Ναβάλνι.
Πρόκειται για τα σκληρότερα μέτρα σε βάρος της Ρωσίας μετά την απέλαση αρκετών ρώσων διπλωματών στα τέλη της θητείας του Μπαράκ Ομπάμα.
Η αντίδραση δεν άργησε.
«Η επιθετική συμπεριφορά» των ΗΠΑ θα αντιμετωπιστεί «σθεναρά», «η αντίδρασή μας στις κυρώσεις είναι αναπόφευκτη», προειδοποίησε η εκπρόσωπος της ρωσικής διπλωματίας, η Μαρία Ζαχάροβα. «Οι ΗΠΑ δεν είναι έτοιμες να αποδεχθούν την αντικειμενική πραγματικότητα του πολυπολικού κόσμου που αποκλείει αμερικανική ηγεμονία και βασίζονται στην πίεση των κυρώσεων και στην ανάμιξη στις εσωτερικές μας υποθέσεις».
Η Μόσχα ανέφερε ότι κάλεσε τον αμερικανό πρεσβευτή για «μια δύσκολη συζήτηση», όμως ο Τζον Σάλιβαν διαβεβαίωσε πως πήγε σε μια συνάντηση που έγινε κατόπιν δικού του αιτήματος και χαρακτηρίστηκε από «επαγγελματισμό και σεβασμό».
Η Ρωσία προειδοποίησε επίσης πως οι νέες κυρώσεις «δεν ευνοούν» την οργάνωση συνόδου κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν, που ο αμερικανός πρόεδρος πρότεινε στη συνδιάλεξή τους την Τρίτη να γίνει στην Ευρώπη το καλοκαίρι.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ