Ο κίνδυνος βρίσκεται παντού, υποστηρίζει. Τουλάχιστον 8 στους 10 υπόπτους αξιοποιούν τη νόμιμη επιχειρηματικότητα για να προάγουν παράνομες επιδιώξεις. Σε μία προσπάθεια να περιορίσουν τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος η Επίτροπος Γιόχανσον, από κοινού με τον Έλληνα αντιπρόεδρο της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά, εξαγγέλλουν μία νέα «στρατηγική» για την καταπολέμησή του.
Η Κομισιόν υπολογίζει, με στοιχεία του 2019, ότι η οικονομική ζημία από τη δράση του οργανωμένου εγκλήματος στα κράτη-μέλη ανέρχεται στα 139 δισεκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αντιστοιχεί στο 1% του συνόλου της ευρωπαϊκής οικονομίας και περιλαμβάνει τους κυριότερους εννέα τομείς, στους οποίους δραστηριοποιούνται οι εγκληματίες:
Εμπόριο ναρκωτικών, εμπόριο λευκής σαρκός, διακίνηση μεταναστών, απάτες, εγκλήματα κατά του περιβαλλοντος, παράνομο εμπόριο όπλων, παράνομο εμπόριο καπνού και τσιγάρων, εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο, αδικήματα κατά περιουσίας.
Μέχρι στιγμής οι διωκτικές αρχές έχουν καταφέρει να κατασχέσουν μόλις το 1% των παρανόμων κερδών. «Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουμε τους δρόμους του χρήματος», τονίζει η Επίτροπος Γιόχανσον. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει οι εθνικές αρχές όλων των κρατών-μελών να συντονίζουν καλύτερα τη δράση τους και να βελτιώσουν την ανταλλαγή στοχευμένων πληροφοριών.
Ωστόσο η κρίση του κορωνοϊού απέδειξε πόσο εύκολα προσαρμόζονται οι εγκληματίες στα δεδομένα της εποχής. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή διωκτική αρχή Europol, από την αρχή της πανδημίας άρχισαν να πλαστογραφούν ή να παρασκευάζουν άνευ αδείας και προδιαγραφών ποιότητας ο,τιδήποτε θεωρείται απαραίτητο αυτή την εποχή: τεστ για τον κορωνοϊό, εμβόλια ή πιστοποιητικά εμβολιασμού, ιατρικές μάσκες προστασίας. Ένας άλλος κίνδυνος, σύμφωνα με την Επίτροπο Γιόχανσον, είναι να αποκτήσουν τα παράνομα κυκλώματα τον έλεγχο όλο και περισσότερων νομίμων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν πλέον στο οικονομικό βάρος της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων.
«Κλειδί αν μπορούμε, λοστό αν αναγκαστούμε»
Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες όλο και περισσότερα εγκληματικά κυκλώματα άρχισαν να επεκτείνονται στο διαδίκτυο. Άλλωστε αυτή η τάση ήταν ορατή και πριν την πανδημία. Αυτό σημαίνει, τονίζει η Επίτροπος Εσωτερικών Υποθέσεων, ότι οι αρχές χρειάζονται νέα εργαλεία για να εντοπίσουν τα απαραίτητα στοιχεία. Ασφαλώς πρέπει να γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα, επισημαίνει, αλλά σε μία εποχή που το 85% όλων των αποδεικτικών στοιχείων διασώζονται αποκλειστικά στο διαδίκτυο, είναι προφανές ότι «χρειαζόμαστε ψηφιακά εργαλεία, για να ανοίξουμε ψηφιακές θύρες. Αν μπορούμε, ασφαλώς θα χρησιμοποιήσουμε το κλειδί. Αν αναγκαστούμε, θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε λοστό για να ανοίξουμε την πόρτα».
Τη σημασία του ψηφιακού αποδεικτικού υλικού υπογραμμίζει και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Μαργαρίτης Σχοινάς, υπενθυμίζοντας ότι μετά την τρομοκρατική επίθεση στο Μπατακλάν, τον Νοέμβριο του 2015, τα στοιχεία που τελικά οδήγησαν στη σύλληψη των δραστών προήλθαν από κινητό τηλέφωνο που βρέθηκε σε κάδο απορριμάτων.
Ένα πρώτο βήμα είναι η καλύτερη εκπαίδευση των διωκτικών αρχών, αλλά και των κοινωνικών υπηρεσιών. Από κει και πέρα η Επίτροπος Γιόχανσον επιδιώκει την αυστηροποίηση ορισμένων νόμων. Για παράδειγμα στο εμπόριο λευκής σαρκός προτείνει να διώκεται ποινικά και ο πελάτης, ο οποίος εν γνώσει του απευθύνεται σε γυναίκα που έχει εξαναγκαστεί στην πορνεία. Μέχρι στιγμής μόνο η προσφορά των συγκεκριμένων «υπηρεσιών» θεωρείται παράνομη και αυτό όχι σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Αυτή η νομοθετική πρόταση αποτελεί μέρος και της νέας ευρωπαϊκής στρατηγικής για την καταπολέμηση του εμπορίου λευκής σαρκός. Κατά κύριο λόγο τα θύματα είναι γυναίκες. Μία στις δύο προέρχεται από την ίδια την ΕΕ.
Τρία στα τέσσερα ανήλικα παιδιά που εξωθούνται στην πορνεία επίσης προέρχονται από την ΕΕ. Πολλά από τα θύματα εμφανίζονται εκεί που δεν τα περιμένουμε, επισημαίνει η Επίτροπος Γιόχανσον: Η γυναίκα που δουλεύει και ως καθαρίστρια σε μία εταιρία καθ' όλα νόμιμη, ο νεαρός που εργάζεται στην οικοδομή, το κορίτσι που τυχαία συναντήσαμε στον δρόμο αργά το βράδυ.