Κατά τους ερευνητές του πανεπιστημιακού νοσοκομείου του Βερολίνου Charité η εξήγηση για την ύπαρξη κρουσμάτων κορονοϊού σε οίκους ευγηρίας παρά τους διπλούς εμβολιασμούς είναι η ηλικία.
Το ανοσοποιητικό σύστημα των ηλικιωμένων αντιδρά λιγότερο αποτελεσματικά στον εμβολιασμό από ό,τι στους νεότερους, όπως ανακοίνωσε σήμερα το Charité, μετά τη δημοσίευση δύο μελετών του στο περιοδικό «Emerging Infectious Diseases». Επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχει ανοσοποιηθεί το προσωπικό και οι επισκέπτες. Επιπλέον, τα μέτρα υγιεινής και τα διαγνωστικά τεστ παραμένουν σημαντικά. Μεσοπρόθεσμα, τίθεται το ερώτημα εάν είναι απαραίτητος ένας περαιτέρω ενισχυτικός εμβολιασμός για τους ηλικιωμένους προκειμένου να βελτιωθεί η προστασία του εμβολιασμού τους, αναφέρει η ανακοίνωση.
Οι επιστήμονες διεξήγαγαν την έρευνα σε μια Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων του Βερολίνου από τον Φεβρουάριο. Εκτός από 11 νοσοκόμες που δεν είχαν κάνει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου, είχαν προσβληθεί περίπου 20 διαμένοντες στη Μονάδα από την μετάλλαξη Alpha (B 1.1.7) του Sars-CoV-2. Όλοι εκτός από τέσσερεις που είχαν εμβολιαστεί πλήρως με το εμβόλιο των εταιρειών Biontech / Pfizer. Οι τέσσερις μη εμβολιασμένοι αρρώστησαν τόσο σοβαρά ώστε έπρεπε να υποβληθούν σε θεραπεία σε νοσοκομείο. Μόνο το ένα τρίτο αυτών που είχαν εμβολιαστεί είχαν συμπτώματα όπως βήχα ή δύσπνοια. Σύμφωνα με το Charité, δύο εμβολιασμένοι που διέμεναν στη Μονάδα πέθαναν, αλλά πιθανόν όχι εξαιτίας της Covid-19.
«Από τη μία πλευρά, διαπιστώνουμε ότι ο εμβολιασμός έχει προστατεύσει στο σύνολό τους αυτούς που διαμένουν στη Μονάδα, αφού η πορεία της νόσου ήταν πολύ ηπιότερη. Ταυτόχρονα όμως, ο αυξημένος αριθμός των λοιμώξεων στους ηλικιωμένους καθιστά σαφές ότι το εμβόλιο μερικές φορές δεν είναι πλήρως αποτελεσματικό γι αυτούς», είπε ο Βίκτορ Κόρμαν, αναπληρωτής επικεφαλής του εργαστηρίου για κορονοϊούς του Ινστιτούτου Λοιμωξιολογίας του Charite.
Στη δεύτερη μελέτη, η ερευνητική ομάδα συνέκρινε την ανοσολογική ανταπόκριση στο εμβόλιο των εταιρειών Biontech / Pfizer ασθενών άνω των 70 ετών ενός ιατρείου με εκείνη του νοσηλευτικού προσωπικού του Charité, οι οποίοι ήταν κατά μέσο όρο 34 ετών. Οι αναλύσεις αίματος έδειξαν ότι μόλις τρεις εβδομάδες μετά την πρώτη δόση, περίπου το 87% των νεότερων είχαν αναπτύξει αντισώματα κατά του Sars-CoV-2. Μεταξύ των ηλικιωμένων το ποσοστό ήταν σχεδόν μόνο 31%. Ένα μήνα μετά τη δεύτερη δόση, σχεδόν όλοι οι νέοι που εμβολιάστηκαν (99%) είχαν αναπτύξει αντισώματα στο αίμα τους. Μεταξύ των ηλικιωμένων, το ποσοστό ήταν περίπου 91%. Επιπλέον, τα αντισώματα ωριμάζουν πιο αργά στους ηλικιωμένους, έτσι ήταν λιγότερο ικανοί να αντιμετωπίσουν τον ιό. Ο δεύτερος σημαντικός βραχίονας της ανοσοαπόκρισης, η απόκριση Τ-κυττάρων, ήταν επίσης ασθενέστερος.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι η ανοσοαπόκριση σε ηλικιωμένους καθυστερεί σημαντικά μετά τον εμβολιασμό και δεν φτάνει στο επίπεδο των εμβολιασμένων νεότερης ηλικίας», συνοψίζει ο καθηγητής Λάιφ Έρικ Ζάντερ, ερευνητής εμβολίων της πανεπιστημιακής κλινικής του Charite με ειδικότητα στις μολυσματικές ασθένειες και την πνευμονολογία.