Όπως αναφέρει ο Levent Kenez στο Nordic Monitor, ο κύριος στόχος του σχεδίου που εκπόνησε ο Ερντογάν είναι να αυξηθεί το μερίδιο της Τουρκίας στην παγκόσμια αγορά ξένων επενδύσεων στο 1,5% έως το 2023, ποσοστό που ανήλθε μόνο στο 0,8%, στα 7,8 δισεκατομμύρια δολάρια, το 2020. Σύμφωνα με το έγγραφο, η Τουρκία έχει σχεδιάσει 11 στρατηγικές και 72 δράσεις για να προσελκύσει επενδυτές.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ανάλυση, το πλάνο του Ερντογάν μοιάζει με αναπαραγωγή προηγούμενων στρατηγικών, περιέχει πολλά άσχετα θέματα και δεν προσφέρει έναν συγκεκριμένο οδικό χάρτη στους επενδυτές. Το σχέδιο, που μοιάζει με μια παρουσίαση του PowerPoint με γενικόλογες αναφορές, φαίνεται ότι έχει προετοιμαστεί βιαστικά όπως φαίνεται από τις πολλές τουρκικές φράσεις που έχουν ξεχαστεί στην αγγλική έκδοσή του. Η ειρωνεία είναι πως όταν ο επισκέπτης κλικάρει στη σελίδα της κυβέρνησης για να δει την παρουσίαση, πληροφορείται πως βρίσκεται υπό κατασκευή.
Ο Ερντογάν λέει συχνά ότι η Τουρκία έχει εμπορικά και γεωγραφικά πλεονεκτήματα, ένα δίκαιο επενδυτικό κλίμα και συμφωνίες διπλής φορολόγησης με πολλές χώρες. Ωστόσο, οι ξένοι επενδυτές βλέπουν όλο και περισσότερο την Τουρκία ως πολιτικά και οικονομικά ριψοκίνδυνη χώρα, ιδίως μετά την αναμόρφωση του εκτελεστικού προεδρικού συστήματος του 2018, δίνοντας στον Ερντογάν αυταρχικές εξουσίες και εμποδίζοντας το κοινοβούλιο να ασκήσει την εποπτεία της κυβέρνησης, σύμφωνα με τον Kenez.
Οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Τουρκία, οι οποίες ήταν 12,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2018, μειώθηκαν σε 9,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019 και σε 7,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2020. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το ήμισυ των ξένων επενδύσεων ήταν σε ακίνητα, το ξένο κεφάλαιο δεν φαίνεται να προτιμά την Τουρκία. Ως εκ τούτου, όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, οι άμεσες ξένες επενδύσεις δεν συμβάλλουν στη μείωση της ανεργίας στη χώρα.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, οι λόγοι για τους οποίους οι ξένοι επενδυτές προτιμούν όλο και λιγότερο την Τουρκία έχουν αυξηθεί εξαιτίας της διαφθοράς και της δωροδοκίας, της ανεπάρκειας στην οικονομική διαχείριση, της έλλειψης αυτονομίας της κεντρικής τράπεζας, αλλά και της αστάθειας των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η απομόνωση στην εξωτερική πολιτική και τα προβλήματα με τους δυτικούς συμμάχους κάνουν επίσης την Τουρκία λιγότερο ελκυστική, επισημαίνει ο Kenez.
Τον Ιανουάριο, ο γερμανικός γίγαντας της αυτοκινητοβιομηχανίας, η Volkswagen, ανακοίνωσε ότι ακύρωσε τα σχέδιά της για ένα νέο εργοστάσιο στην Τουρκία παρά το γεγονός ότι είχε ιδρύσει τοπική εταιρεία στην επαρχία Manisa της Τουρκίας τον Οκτώβριο του 2019 με κεφάλαιο περίπου 164,5 εκατομμύρια δολάρια. Αντί του προβλεπόμενου εργοστασίου στη Manisa, η εταιρεία αποφάσισε να επεκτείνει τις τρέχουσες εγκαταστάσεις παραγωγής της στην Μπρατισλάβα. Τότε ισχυρίστηκε ότι οι μονομερείς στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στη Συρία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση. Ο υπουργός βιομηχανίας της Τουρκίας, Mustafa Varank, δήλωσε ότι τα πολιτικά κίνητρα βρίσκονται πίσω από την απόφαση της Volkswagen να αποσύρει επενδύσεις από τη χώρα.
Χωρίς αμφιβολία, επισημαίνει ο αρθρογράφος, η κυβέρνηση του Ερντογάν γίνεται όλο και πιο αυταρχική και απομακρύνεται από τις φιλελεύθερες πολιτικές, που αποτελεί έναν ακόμη σοβαρό λόγο για τον οποίο οι ξένοι επενδυτές μένουν μακριά από την Τουρκία. Η τουρκική κυβέρνηση μεταβίβασε περίπου 11 δισεκατομμύρια δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία από 1.124 εταιρείες που κατασχέθηκαν για φερόμενη συνεργασία με το κίνημα Gülen σε ένα ειδικό ταμείο στο πλαίσιο της καταστολής που ξεκίνησε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016.
Μια άλλη έρευνα δείχνει ότι η Τουρκία σημείωσε σημαντική πτώση στον Δείκτη Διαφθοράς της Διεθνούς Διαφάνειας 2020 (CPI), πέφτοντας 32 θέσεις από το 2012 σύμφωνα με τα τρέχοντα στοιχεία. Η χώρα βρίσκεται σήμερα στην 86η θέση από τις 179 χώρες. Το 2012, η Τουρκία κατέλαβε την 54η θέση στον δείκτη μαζί με τη Λετονία και την Τσεχική Δημοκρατία, που είναι κράτη-μέλη της ΕΕ.
Πηγή: Nordic Monitor