Πριν από μερικούς μήνες το κόμμα των Σοσιαλοδημοκρατών SPD δεν ήταν πρώτο στις δημοσκοπήσεις που γίνονταν στη Γερμανία. Πρώτο είχε βρεθεί προσωρινώς - όπως αποδείχθηκε - το κόμμα των Πρασίνων. Από τα τέλη Απριλίου μέχρι τα μέσα Μαΐου του 2021 βγήκε πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Σε βάθος χρόνου, πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις ήταν οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και οι βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές. (CSU). Τα ποσοστά του SPD κυμαίνονταν μεταξύ 14% και 16%.
Από τις αρχές Αυγούστου αλλάζουν οι συσχετισμοί. Το ποσοστό του SPD αρχίζει να αυξάνεται. Για πρώτη φορά στις 19 Αυγούστου προσπερνά σε δημοσκόπηση τους Πράσινους και αναδεικνύεται δεύτερη πολιτική δύναμη. Η ανοδική πορεία συνεχίζεται. Τέλη Αυγούστου δημοσιεύονται οι πρώτες δημοσκοπικές έρευνες που βλέπουν το SPD πρώτο κόμμα. Το προβάδισμα παγιώνεται. Στις πιο πρόσφατες έρευνες οι Σοσιαλδημοκράτες συγκεντρώνουν 25%-26%, τα χριστιανικά κόμματα 21%-22% και οι Πράσινοι 15%/16%.
Αναλυτές σημειώνουν ότι η άνοδος των σοσιαλδημοκρατών σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τις αδυναμίες που παρουσίασαν τα χριστιανικά κόμματα και οι Πράσινοι. Και αυτό γιατί οι γερμανοί πολίτες - όπως και άλλοι ευρωπαίοι πολίτες - ψηφίζουν προγράμματα και όχι κόμματα. Εφέτος όμως ψηφίζουν και πρόσωπα. Οι φετινές εκλογές διαφέρουν από τις προηγούμενες λόγω της αλλαγής καγκελαρίου. Μετά από 16 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από την Άνγκελα Μέρκελ το ερώτημα ποιο πρόσωπο θα τη διαδεχθεί, αποκτά μεγαλύτερη σημασία.
Ο παράγοντας προσωπικότητα του υποψηφίου απέκτησε μεγαλύτερη σημασία και επειδή οι δεσμοί οπαδού-κόμματος δεν είναι πλέον τόσο στενοί. Ενδεικτικό παράδειγμα της κινητικότητας σε ό,τι αφορά την εκλογική συμπεριφορά είναι το μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων.
Σχεδόν σε όλες τις δημοσκοπήσεις ο υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών Όλαφ Σολτς -θεωρείται από τους πολίτες πιο ικανός από τους πολιτικούς του αντιπάλους να διαχειριστεί βασικά ζητήματα της χώρας – από τα κοινωνικά θέματα, την οικονομία, την ψηφιοποίηση, την εξωτερική πολιτική ως και την κλιματική αλλαγή. Οι πολίτες άλλωστε γνωρίζουν τον Ολαφ Σολτς από τη συμμετοχή του στη σημερινή κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ. Από τις 14 Μαρτίου 2018 είναι ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών και Αντικαγκελάριος της Γερμανίας. Επίσης, οι Σοσιαλοδημοκράτες εμφανίζονται μετά από καιρό προς τα έξω ενωμένοι ενώ κατάφεραν να αναδείξουν κεντρικά ζητήματα που βρίσκουν ανταπόκριση στους ψηφοφόρους (12 ευρώ κατώτερο ωρομίσθιο, ασφαλείς συντάξεις, όχι αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης) και ότι ο υποψήφιός τους Σολτς δεν έχει κάνει στο διάστημα της προεκλογιικής περιόδου σοβαρά λάθη ούτε έπεσε σε ατοπήματα.
Από την άλλη πλευρά, οι άμεσοι πολιτικοί αντίπαλοι του Όλαφ Σολτς για την καγκελάρια παρουσίασαν τρωτά σημεία. Η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων Ανναλένα Μπέρμποκ βρέθηκε στο στόχαστρο της δημόσιας κριτικής λόγω λογοκλοπών σε βιβλίο της, λάθος στοιχεία στο βιογραφικό της και επειδή δεν δήλωσε όπως όφειλε εισοδήματα στο προεδρείο της βουλής.
Για τον υποψήφιο καγκελάριο των CDU/CSU, Άρμιν Λάσετ, μειονέκτημα είναι ότι για μεγάλο διάστημα αμφισβητούνταν δημοσίως από στελέχη του πολιτικού του χώρου κατά πόσο είναι η σωστή επιλογή. Αρνητικά επέδρασσε και βίντεο που τον έδειχνε να ξεκαρδίζεται στα γέλια την ώρα που ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, εξέφραζε τη θλίψη του για την απώλεια ανθρώπινων ζωών στις περιοχές που επλήγησαν τον Ιούλιο από τις πλημμύρες.
Πάντως, το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών στις δημοσκοπήσεις και ειδικά με την ρευστότητα των τελευταίων μηνών δεν προδικάζουν το αποτέλεσμα των εκλογών. Οι δημοσκοπήσεις εκφράζουν διαθέσεις των ψηφοφόρων σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι την ημέρα των εκλογών δεν μπορεί να αλλάξουν γνώμη. Πόσο μάλλον που ένας σημαντικός αριθμός πολιτών δεν έχει ακόμη αποφασίσει ποιο κόμμα θα ψηφίσει.