Πεκίνο και Ουάσινγκτον αποπειρώνται να ξαναρχίσουν τον διάλογο με σκοπό να επιλυθούν οι πολλές διενέξεις τους στο πεδίο του εμπορίου, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Κίνας, Λίου Χε, αρμόδιο για τα οικονομικά ζητήματα, και την υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, την Τζάνετ Γέλεν, να κάθονται στο τραπέζι των συζητήσεων .
Οι σχέσεις των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη έφθασαν στο ναδίρ τους επί των ημερών της προηγούμενης αμερικανικής κυβέρνησης του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ (2017-2021), ο οποίος κήρυξε οικονομικό πόλεμο στον ασιατικό γίγαντα. Αυτός μεταφράστηκε σε ομοβροντίες τιμωρητικών επιπλέον τελωνειακών δασμών σε διάφορα εμπορεύματα, οι οποίοι εν πολλοίς συνεχίζουν να επιβάλλονται, παρά την εκεχειρία ανάμεσα στις δυο πλευρές από τον Ιανουάριο του 2020.
Οι συνομιλίες που είχαν η κυρία Γέλεν και ο κ. Λίου ήταν «πραγματιστικές, ειλικρινείς και εποικοδομητικές», σύμφωνα με ανακοίνωση Τύπου του κινεζικού υπουργείου Εμπορίου. Η Κίνα αναφέρθηκε στην «ανησυχία» της για τις αμερικανικές εμπορικές κυρώσεις και ζήτησε να αρθούν, διευκρινίζεται. Τα δύο μέρη «συμφώνησαν να συνεχίσουν τον διάλογο», προστίθεται στο κείμενο.
Επρόκειτο για τη δεύτερη συζήτηση του Λίου Χε με στέλεχος της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν αυτόν τον μήνα· προηγήθηκε η επαφή του με την αμερικανίδα αντιπρόσωπο για το εμπόριο (USTR), την Κάθριν Τάι.
Ο διμερής εμπορικός πόλεμος έπληξε σκληρά τα δίκτυα εφοδιασμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
«Οι εξελίξεις στις δύο οικονομίες μας έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην παγκόσμια οικονομία», θύμισε η κυρία Γέλεν, σύμφωνα με τον επίσημο αμερικανικό απολογισμό της συνομιλίας, που επίσης χαρακτηρίζει την επαφή των δύο αξιωματούχων «ειλικρινή».
Το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον υπέγραψαν την ανακωχή στον εμπορικό τους πόλεμο, συμφωνία που έμεινε γνωστή με την ονομασία Φάση 1, στις αρχές του 2020, λίγο καιρό προτού παραλύσει ο κόσμος ολόκληρος εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορονοϊού.
Δυνάμει της συμφωνίας που είχαν συνάψει, η Κίνα δεσμεύθηκε να αγοράζει επιπλέον αγαθά αμερικανικής προέλευσης αξίας 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων για δύο χρόνια.
Οι δύο πλευρές συμφώνησαν –σύμφωνα με την κινεζική ανακοίνωση– να ενισχύσουν την επικοινωνία και τον συντονισμό τους σε μακροοικονομικά ζητήματα.