Ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που πήρε πίσω την απειλή να απελάσει δέκα δυτικούς πρεσβευτές, συμπεριλαμβανομένου αυτού των ΗΠΑ, δήλωσε χθες Τετάρτη πως ελπίζει να έχει συνάντηση με τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την επόμενη εβδομάδα στη Γλασκόβη.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και στους δύο αρχηγούς κρατών παραμένουν τεταμένες, ιδίως εξαιτίας της αγοράς από την Άγκυρα ρωσικού οπλικού συστήματος παρότι ανήκει στην ατλαντική συμμαχία.
«Φαίνεται πως θα συναντηθούμε μάλλον στη Γλασκόβη παρά στη Ρώμη», είπε ο κ. Ερντογάν στον τουρκικό Τύπο ενώ επέστρεφε αεροπορικώς από το Αζερμπαϊτζάν.
Ο αρχηγός του τουρκικού κράτους ετοιμάζεται να συμμετάσχει σε δύο σημαντικά διεθνή ραντεβού στα τέλη της εβδομάδας, τη σύνοδο των 20 βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένων χωρών του κόσμου (G20) που ξεκινά το Σάββατο στη Ρώμη, κατόπιν τη σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP26) από την Κυριακή στη Γλασκόβη της Σκοτίας.
«Το πρόγραμμα στη Ρώμη και στη Γλασκόβη φαίνεται πως άλλαξε», δικαιολόγησε ο τούρκος πρόεδρος, που λογάριαζε να έχει διμερή συνάντηση με τον ένοικο του Λευκού Οίκου στο περιθώριο της G20.
Οι δύο ηγέτες είχαν κατ’ ιδίαν συνάντηση τον Ιούνιο, στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του NATO. Αντίθετα, ο κ. Μπάιντεν δεν υποδέχθηκε τον κ. Ερντογάν, όπως ήλπιζε ο τελευταίος, τον Σεπτέμβριο, όταν πήρε μέρος στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Ο τούρκος πρόεδρος ακύρωσε in extremis τη Δευτέρα την απέλαση δέκα δυτικών πρεσβευτών που είχε διατάξει — των ΗΠΑ, του Καναδά, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Φινλανδίας, της Δανίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Νέας Ζηλανδίας.
Οι δέκα διπλωμάτες παρενέβησαν δημόσια τη 18η Οκτωβρίου υπέρ του μαικήνα και επιχειρηματία Οσμάν Καβαλά, που παραμένει φυλακισμένος εδώ και τέσσερα χρόνια χωρίς να έχει καταδικαστεί, ζητώντας «δίκαιη και ταχεία διευθέτηση» της υπόθεσης.
Επρόκειτο για «απρεπή» πρωτοβουλία, για «τεράστια προσβολή», σύμφωνα με τον αρχηγό του τουρκικού κράτους.
Ο κ. Ερντογάν πήρε πίσω την απόφαση έπειτα από ανακοίνωση της αμερικανικής πρεσβείας, που αναπαρήγαγαν πρακτικά απαράλλακτη οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές, με την οποία διαβεβαίωνε πως τηρεί τους όρους της Σύμβασης της Βιένης, που διέπουν τις διπλωματικές σχέσεις και απαγορεύουν τις επεμβάσεις στα εσωτερικά άλλων χωρών.
«Η πρώτη ανακοίνωση εκδόθηκε από τις ΗΠΑ. Η υπόθεση αυτή τελείωσε», επιβεβαίωσε χθες Τετάρτη.
Για αρκετούς παρατηρητές πάντως, επρόκειτο κυρίως για απόπειρα «περισπασμού», καθώς η Τουρκία παραμένει πιασμένη στην αρπάγη σοβαρής οικονομικής κρίσης, με τον πληθωρισμό να αγγίζει το 20% και το τουρκικό νόμισμα να έχει χάσει άλλο ένα 25% της αξίας του έναντι του αμερικανικού δολαρίου από την αρχή της χρονιάς.
Η διένεξη της Άγκυρας με την Ουάσινγκτον για το ζήτημα του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 και τη συνεπακόλουθη ακύρωση της σύμβασης για την αγορά αμερικανικών μαχητικών F-35 από την Τουρκία (1,4 δισεκ. δολάρια) παραμένει ανεπίλυτη.
Ο κ. Ερντογάν ευελπιστεί ότι αντί των F-35 οι ΗΠΑ θα πουλήσουν στην Τουρκία μαχητικά F-16 και πακέτα εκσυγχρονισμού αυτών που έχει ήδη στον στόλο της Πολεμικής Αεροπορίας της. Ωστόσο, αμερικανοί κοινοβουλευτικοί αντιδρούν.
Εκπρόσωπος του Πενταγώνου, ο αντισυνταγματάρχης Άντον Σέμελροθ, δήλωσε ότι αντιπροσωπεία του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας μετέβη στην Άγκυρα χθες για να «διευθετηθεί η διαφορά» των δύο κρατών σχετικά με τα F-35.
Υπογραμμίζοντας πως ο αποκλεισμός της Άγκυρας από το πρόγραμμα κατασκευής του μαχητικού stealth τεχνολογίας αιχμής «οριστικοποιήθηκε την 23η Σεπτεμβρίου», ο εκπρόσωπος διαβεβαίωσε πως οι συνομιλίες ήταν «παραγωγικές» και ότι οι αντιπροσωπείες θα συναντηθούν ξανά στην Ουάσινγκτον τους επόμενους μήνες.