Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν εκτίμησε ότι η δημοκρατία χρειάζεται "πρωταθλητές", συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, ανοίγοντας τη διαδικτυακή σύνοδο κορυφής στην οποία μετέχουν εκατό χώρες, η επιλογή των οποίων προκάλεσε πολλές συζητήσεις.
Η δημοκρατία στον κόσμο χρειάζεται "πρωταθλητές" για να αντιμετωπίσουν "σημαντικές και ανησυχητικές προκλήσεις" δήλωσε από τον Λευκό Οίκο, μιλώντας από το βήμα γύρω από το οποίο υπήρχαν πανό που ετοιμάστηκαν ειδικά για την περίσταση που έγραφαν "Σύνοδος κορυφής για τη Δημοκρατία" και είχαν ένα λογότυπο σε χρώματα μπλε, πορτοκαλί και λευκό.
Ο 46ος Αμερικανός πρόεδρος παραδέχθηκε ότι οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να "πολεμούν ακατάπαυστα για να είναι στο ύψος των δημοκρατικών τους ιδεωδών" και συμφώνησε ότι κανένα από τα κράτη που προσκλήθηκαν στη σύνοδο κορυφής δεν είναι "τέλειο".
Ωστόσο ο Μπάιντεν κάλεσε τα κράτη να συμμετάσχουν στις προσπάθειες απέναντι στα "αυταρχικά καθεστώτα" που "αιτιολογούν τις πρακτικές τους και τις πολιτικές καταστολής ως το πιο αποτελεσματικό μέσο για να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της στιγμής" οδηγώντας μερικούς να αναρωτιούνται για την ικανότητα των δημοκρατικών διακυβερνήσεων να φροντίσουν τους πολίτες τους.
Η εκδήλωση που οργανώθηκε διαδικτυακά στην Ουάσινγκτον λόγω της πανδημίας της Covid-19, πρέπει θεωρητικά να επαναληφθεί του χρόνου δια ζώσης.
Στη σύνοδο κορυφής μετέχουν οι εκπρόσωποι εκατό κυβερνήσεων, ΜΚΟ, εταιριών και φιλανθρωπικών οργανώσεων, αλλά ο κατάλογος των καλεσμένων προκάλεσε μεγάλες εντάσεις.
Η Κίνα και η Ρωσία καταδίκασαν τον αποκλεισμό τους.
Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξουσιοδοτούνται να ορίσουν "ποια είναι 'δημοκρατική χώρα' και ποια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την ιδιότητα αυτή' δείχνει "νοοτροπία ψυχρού πολέμου", έγραψαν τα τέλη Νοεμβρίου σε κοινό άρθρο οι πρεσβευτές της Ρωσίας και της Κίνας Ανατόλι Αντόνοφ και Τσιν Γκανγκ.
Η πρόσκληση της Ταϊβάν προκάλεσε τη μήνη του Πεκίνου, το οποίο θεωρεί το νησί ως κινεζική επαρχία ακόμα κι αν δεν το ελέγχει.
Η σύνοδος κορυφής πραγματοποιείται σε μια στιγμή μεγάλης έντασης μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά και μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.
Η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι δεν θα στείλει κανέναν διπλωματικό εκπρόσωπο στους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου τον Φεβρουάριο. Στις ΗΠΑ, προστέθηκαν η Αυστραλία, η Βρετανία και ο Καναδάς.
Όσον αφορά τη Ρωσία, ο Τζο Μπάιντεν πληθαίνει τις προειδοποιήσεις κατά του Βλαντίμιρ Πούτιν, και ελπίζει να αποτρέψει την επίθεση στην Ουκρανία απειλώντας με βαριές οικονομικές κυρώσεις.
Ο κατάλογος των χωρών που προσκλήθηκαν ή αποκλείστηκαν συζητήθηκε.
Το Πακιστάν, οι Φιλιππίνες, η Βραζιλία της οποίας ηγείται ο ακροδεξιός πρόεδρος Ζαϊχ Μπολσονάρου προσκλήθηκαν αλλά όχι η Ουγγαρία, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου μια εθνικιστική κυβέρνηση είναι στην εξουσία, ή ακόμη η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, παρότι σύμμαχος της Ουάσινγκτον στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
Η σύνοδος κορυφής πραγματοποιείται σε μια περίοδο που οι Ηνωμένες Πολιτείες διέρχονται μια άνευ προηγουμένου πολιτική κρίση, με τον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τους συντηρητικούς συμμάχους του να συνεχίζουν να καταγγέλλουν, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, εκλογική νοθεία λόγω της οποίας, όπως ισχυρίζονται, ο Τραμπ έχασε τις εκλογές του Νοεμβρίου 2020.
Η βίαιη επίθεση των οπαδών του Τραμπ στο Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου συγκλόνισε την αμερικανική δημοκρατία και η χώρα κλονίζεται ακόμη από διχασμούς παρά την "ενωτική" στάση του προέδρου.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει να αντιμετωπίσει σε έναν χρόνο τις ενδιάμεσες εκλογές, οι οποίες παραδοσιακά δεν είναι υπέρ του κυβερνώντος κόμματος. Αυτές οι εκλογές μπορεί επίσης, σε περίπτωση επιτυχίας των Ρεπουμπλικανών, να ωθήσουν τον Ντόναλντ Τραμπ να διεκδικήσει μια νέα θητεία το 2024.
Για τον Μπρους Τζέντλεσον, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Ντιουκ, αυτή η σύνοδος κορυφής "είναι μια κακή ιδέα", που προκαλεί εντάσεις χωρίς να παράγει μεγάλη πρόοδο.
"Έχουμε μεγαλύτερα προβλήματα από οποιαδήποτε άλλη δυτική δημοκρατία", δηλώνει."Έγινε επίθεση στο Κογκρέσο, ήταν μια απόπειρα πραξικοπήματος. Δεν είδαμε να συμβαίνει αυτό στο Παρίσι, στη Μπούντεσταγκ (γερμανικό ομοσπονδιακό κοινοβούλιο) ή στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες".
"Αν θέλουμε να ανταγωνιστούμε, πρέπει να κάνουμε το καλύτερο δυνατό, και είναι πραγματικά στο χέρι μας να το κάνουμε στη χώρα μας αντί να συγκεντρώνουμε εκατό ηγέτες για να πουν: 'Αγαπάμε τη δημοκρατία'", εξηγεί.