Αν και οι επιπτώσεις του πολέμου στην ανάπτυξη έχουν αρχίσει να αποτυπώνονται σε έρευνες για τους δείκτες κλίματος, μία πρώτη πιο ουσιαστική εικόνα θα προκύψει από τη δημοσίευση των πρώτων στατιστικών στοιχείων για τον Μάρτιο, για μία σειρά σημαντικών δεικτών, όπως του τζίρου των καταστημάτων, της βιομηχανικής παραγωγής και της ανεργίας. Η Κομισιόν αναμένει επίσης τα στοιχεία αυτά για να παρουσιάσει τον Μάιο τις εαρινές προβλέψεις της, οι οποίες βέβαια θα έχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας.
Ο Επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Πάολο Τζεντιλόνι, σημείωσε ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να γίνει μία ακριβής ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων. Μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών είπε ότι η έκτασή τους θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια του πολέμου, το εύρος των κυρώσεων, ειδικότερα από το αν θα επιβληθούν περιορισμοί και στις εισαγωγές του ρωσικού πετρελαίου ή του φυσικού αερίου μετά το εμπάργκο στον άνθρακα, και από την πορεία του πληθωρισμού, η οποία συσχετίζεται άμεσα με τις κυρώσεις στη Ρωσία.
Η γενική εκτίμηση της Κομισιόν είναι ότι η ανάπτυξη στην ΕΕ το 2022 θα είναι σημαντικά χαμηλότερη από το 4% που προβλεπόταν πριν από τον πόλεμο, αλλά ότι θα αποφευχθεί μία ύφεση. Υπάρχουν παράγοντες που δικαιολογούν την εκτίμηση αυτή, όπως το γεγονός ότι σταδιακά ενισχύεται η οικονομική δραστηριότητα λόγω της κατάργησης των περιορισμών για τον κορονοϊό.
Υπάρχει, επίσης, η ισχυρή δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας στο δεύτερο εξάμηνο του 2021, η οποία θα επηρεάσει θετικά και το 2022, αλλά και οι υψηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών την περασμένη διετία, με τις οποίες θα μπορούσαν να στηρίξουν την κατανάλωσή τους Και τέλος υπάρχουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, οι οποίοι θα ενισχύσουν πολύ τις επενδύσεις, ιδιαίτερα στις χώρες που θα έχουν το μεγαλύτερο όφελος σε σχέση με το ΑΕΠ τους, όπως στην Ελλάδα. Την Παρασκευή έγινε γνωστό ότι δόθηκε επίσημα η έγκριση και η εντολή εκταμίευσης της πρώτης δόσης των 3,6 δισ. ευρώ στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης, μετά την προκαταβολή που έλαβε πέρυσι.
Από την έρευνα οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη τον Μάρτιο, που έκανε η εταιρεία S&P Global, προκύπτει ότι ο δείκτης για τον τομέα υπηρεσιών ενισχύθηκε, έστω και οριακά, σε σχέση με τον Φεβρουάριο, χάρη στο μεγαλύτερο άνοιγμα της οικονομίας εν μέσω εξασθένισης του κύματος της μετάλλαξης Όμικρον.
Ωστόσο, η S&P Global σημειώνει ότι «η αντοχή της οικονομίας θα δοκιμαστεί τους επόμενους μήνες από τους αντίθετους ανέμους, που περιλαμβάνουν μία περαιτέρω αύξηση στο κόστος ενέργειας και άλλες τιμές εμπορευμάτων λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία καθώς και την επιδείνωση στα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων που προκύπτουν από τον πόλεμο και τη σημαντική επιδείνωση της επιχειρηματικής αισιοδοξίας αναφορικά με τις προοπτικές για το επόμενο 12μηνο».
Αναφέρει, επίσης, ότι οι εξαγωγές άρχισαν ήδη να μειώνονται καθώς ο πόλεμος έχει πλήξει άμεσα τα ταξίδια και τις μεταφορές, ενώ η πτώση της εμπιστοσύνης δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει πίεση και από την πλευρά της πίεσης, κυρίως από τους καταναλωτές λόγω της ακρίβεια, την ώρα που οι εταιρείες δυσκολεύονται να βρουν πρώτες ύλες.
Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί η προειδοποίηση του Βερολίνου ότι η γερμανική οικονομία θα εισέλθει σε ύφεση, αν επιβληθεί εμπάργκο στο ρωσικό αέριο, από το οποίο είναι ιδιαίτερα εξαρτημένη.