Ράλι 10% κάνει η τιμή του φοινικέλαιου, ενώ το ανταγωνιστικό σογιέλαιο έφτασε σε νέο ρεκόρ, καθώς οι έμποροι προετοιμάζονται για την έναρξη της διακοπής των εξαγωγών της Ινδονησίας.
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του φοινικέλαιου, παραδόσεως Ιουλίου, ενισχύθηκαν έως και 10%, προτού κλείσουν 9,4% υψηλότερα στα 7.001 ringgit (1.606 δολάρια) ο τόνος, στο υψηλότερο επίπεδο από τις 9 Μαρτίου. Οι τιμές βρίσκονται σε πορεία να καταγράψουν συνολική άνοδο 23% αυτόν τον μήνα. Παράλληλα, το σογιέλαιο ενισχύθηκε 2,3% σε νέο ρεκόρ στο Σικάγο.
Η Ινδονησία, η κορυφαία παραγωγός φοινικέλαιου ανακοίνωσε πως θα προχωρήσει σε απαγόρευση των εξαγωγών του φοινικέλαιου RBD (σ.σ. το οποίο λαμβάνεται από το ακατέργαστο κόκκινο φοινικέλαιο κατόπιν επεξεργασίας, αποχρωματισμού και αφαίρεσης των οσμών) από τις 28 Απριλίου για να προστατεύσει την εγχώρια αγορά, ενώ οι εξαγωγές αργού φοινικέλαιου αναμένεται να συνεχιστούν. Η κίνηση θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να χαλαρώσουν οι εγχώριες τιμές μαγειρικού λαδιού, με τη Μαλαισία να περιμένει άνοδο της ζήτησης για τα προϊόντα της, καθώς αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό στον κόσμο.
Η απόφαση αυτή έχει προκαλέσει αναταράξεις στην παγκόσμια αγορά φοινικέλαιου, αξίας 50 δισ. δολαρίων, καθώς η Ινδονησία ανακοίνωσε αρχικά ότι θα απαγόρευε όλες τις εξαγωγές μαγειρικού λαδιού, ενώ αργότερα διευκρίνισε ότι μόνο ορισμένα προϊόντα θα σταματήσουν. Η κυβέρνηση της χώρας διευκρίνισε πως η προσωρινή απαγόρευση δεν παραβιάζει τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Όπως σημειώνει το Bloomberg, η πολιτική της Ινδονησίας, αν και λιγότερο αυστηρή από ό,τι αρχικά αναμενόταν, θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για τον κόσμο, καθώς η χώρα αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του παγκόσμιου εμπορίου φυτικών ελαίων. Οι παγκόσμιες τιμές τροφίμων βρίσκονται ήδη σε ιστορικά υψηλά και δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά άλλη μια διακοπή του εφοδιασμού, μετά το χάος που πυροδότησε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Μάλιστα, η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε εχθές ότι το σοκ από την άνοδο στις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων και των καυσίμων αναμένεται να διαρκέσει μέχρι τουλάχιστον τα τέλη του 2024, αυξάνοντας τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού.