Η Ιαπωνία θα αντιμετώπιζε «δυσκολία» εάν δοκίμαζε να ακολουθήσει αμέσως την Ευρώπη και επέβαλε εμπάργκο στις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία εξαιτίας της εισβολής της στην Ουκρανία, δήλωσε ο υπουργός Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας Κοΐτσι Χαγκιούντα.
Ο κ. Χαγκιούντα έκανε το σχόλιο αυτό κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Ουάσινγκτον μετά την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι εισηγείται το πιο σκληρό πακέτο κυρώσεων σε βάρος της Μόσχας μέχρι σήμερα, που συμπεριλαμβάνει σταδιακό εμπάργκο στο πετρέλαιο –τόσο το αργό όσο και τα διυλισμένα προϊόντα– που εισάγει η ΕΕ από τη Ρωσία, με κάποιες εξαιρέσεις.
Ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανήγγειλε πως θα συζητήσει την επιβολή περαιτέρω κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας με τους υπόλοιπους ηγέτες της G7 εντός της εβδομάδας. Ωστόσο, η Ιαπωνία ανησυχεί για τις συνέπειες που θα είχε η κήρυξη εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο που εισάγει στην οικονομία της.
«Δεδομένου ότι η Ιαπωνία έχει όρια ως προς τους (ενεργειακούς) πόρους, θα δυσκολευόμασταν να συμβαδίσουμε αμέσως ως προς αυτό», εξήγησε ο κ. Χαγκιούντα σε δημοσιογράφους.
Κατά τη διάρκεια συνάντησής του κ. Χαγκιούντα με την αμερικανίδα υπουργό Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο, Ιαπωνία και ΗΠΑ συμφώνησαν εξάλλου σε διαστάσεις που αφορούν την παραγωγή ημιαγωγών, τη διαφοροποίηση των προμηθειών μικροεπεξεργαστών, την αύξηση της διαφάνειας, την επείγουσα αντιμετώπιση των ελλείψεων και την έρευνα και ανάπτυξη.
«Καθώς ο κόσμος αποσταθεροποιείται εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία, ο συντονισμός ομονοούντων κρατών γίνεται ολοένα σημαντικότερος» και οι χθεσινές συνομιλίες αποτέλεσαν «μείζονα κίνηση» για την προώθηση της διμερούς σχέσης, ανέφερε κοινή ανακοίνωση των δύο πλευρών.
Σε χωριστή συνάντησή του με την αμερικανίδα υπουργό Ενέργειας Τζένιφερ Γκράνχολμ ο κ. Χαγκιούντα ζήτησε η Ουάσινγκτον να αυξήσει τις εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ) προς τη χώρα του, για να βοηθήσει το Τόκιο να μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση από τη Ρωσία.
Το 4% του πετρελαίου, το 9% του φυσικού αερίου και το 11% του άνθρακα που εισήγαγε η Ιαπωνία κατά το οικονομικό έτος το οποίο ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο προήλθαν από τη Ρωσία.