Ο Μπάιντεν "ζήτησε από όλες τις κυβερνήσεις των χωρών που βρίσκονται στη διαδρομή που ακολουθούν οι μετανάστες να υιοθετήσουν ή να ενισχύσουν τις διαδικασίες για την υποβολή αιτήσεων για την παροχή ασύλου στο έδαφός τους, να φρουρήσουν πιο αποτελεσματικά τα σύνορά τους" και να εντοπίσουν "τους ανθρώπους που δεν δικαιούνται" άσυλο, επεσήμανε υψηλόβαθμη αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης σε τηλεφωνική της συνομιλία με δημοσιογράφους.
Ωστόσο δεν αναφέρθηκε σε πολλές λεπτομέρειες της "Διακήρυξης του Λος Άντζελες" οι οποία αναμένεται να θέσει την αρχή της "κοινής ευθύνης" απέναντι στη μετανάστευση.
Η υψηλόβαθμη αξιωματούχος του Λευκού Οίκου, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία της, διευκρίνισε ότι η Ουάσινγκτον "δεν περιμένει ότι όλες οι χώρες (της Λατινικής Αμερικής που συμμετέχουν στη Σύνοδο) θα υπογράψουν" το κείμενο.
Το ζήτημα της μετανάστευσης είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο πολιτικά για τον Μπάιντεν.
Οι Ρεπουμπλικάνοι τον κατηγορούν ότι δεν αντιμετωπίζει με αυστηρότητα τη μετανάστευση, την ώρα που καθημερινά χιλιάδες άνθρωποι προσπαθούν να περάσουν παράτυπα τα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Αντίθετα οι πιο αριστεροί Δημοκρατικοί επικρίνουν τον Μπάιντεν ότι δεν εφάρμοσε μια πιο ανθρώπινη μεταναστευτική πολιτική σε σχέση με τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ.
Το αποτέλεσμα της συμφωνίας αυτή που η Ουάσινγκτον επιθυμεί να υιοθετηθεί είναι ακόμη πιο αβέβαιο καθώς ο Μεξικανός πρόεδρος Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ, κρίσιμος εταίρος των ΗΠΑ στο θέμα της μετανάστευσης, δεν συμμετείχε στη Σύνοδο της Αμερικής.
Διαμαρτυρόταν για την απόφαση των ΗΠΑ να μην καλέσουν την Κούβα, τη Νικαράγουα και τη Βενεζουέλα εξαιτίας των "επιφυλάξεών τους" σχετικά με την κατάσταση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις χώρες αυτές.
Και άλλοι ηγέτες εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην απόφαση αυτή της Ουάσινγκτον.
Αυτή η Σύνοδος της Αμερικής είχε στόχο να επανεκκινήσει ο διάλογος μεταξύ των ΗΠΑ και μιας περιοχής η οποία μέχρι πρότινος δεν βρισκόταν στο επίκεντρο των διπλωματικών ανησυχιών της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Ωστόσο μέχρι τώρα δεν έχουν γίνει σημαντικές ανακοινώσεις σε ό,τι αφορά την οικονομία, αλλά έχουν διατυπωθεί κυρίως υποσχέσεις συνεργασίας στον οικονομικό τομέα, την υγεία και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.