Ως «εκρηκτική ύλη» για την κοινωνία περιέγραψε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς τον υψηλό πληθωρισμό και το κόστος ενέργειας και υποσχέθηκε ελαφρύνσεις για τους πολίτες, αλλά και μια «μακροπρόθεσμη διαδικασία» διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους, με στόχο τη συγκράτηση των τιμών.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει ήδη ξεκινήσει με πολλές οικονομικές ελαφρύνσεις, τόνισε ο κ. Σολτς, στην πρώτη του θερινή συνέντευξη ως καγκελάριος στο πρώτο κανάλι της γερμανικής δημόσιας τηλεόρασης ARD και αναφέρθηκε επανειλημμένα στο πακέτο βοήθειας ύψους 30 δισεκατομμυρίων ευρώ, μέσω του οποίου αυξήθηκαν τα προνοιακά επιδόματα και εισήχθη ενιαίο μηνιαίο εισιτήριο 9 ευρώ για όλα τα ΜΜΜ. «Γίνονται πολλά», υποστήριξε ο καγκελάριος και διευκρίνισε ότι κάποια μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή την 1η Ιουλίου και ο πολίτης δεν έχει ακόμη αισθανθεί την επίδρασή τους. «Για φέτος, έχουμε απορροφήσει σχεδόν το 90% των αυξήσεων των τιμών για τα χαμηλότερα και μεσαία εισοδήματα», δήλωσε, παραδέχθηκε ωστόσο ότι «η επόμενη χρονιά θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση».
Ο Όλαφ Σολτς διέψευσε ακόμη τις πληροφορίες που είχαν κυκλοφορήσει το τελευταίο διάστημα περί καταβολής αφορολόγητου εφάπαξ βοηθήματος στους εργοδότες. «Δεν υπάρχει τέτοια πρόταση (…) και κανείς δεν προτείνει να μην υπάρξουν πραγματικές αυξήσεις για τους εργαζόμενους», τόνισε ο καγκελάριος και έκανε λόγο για μια «τζάμπα επινόηση κυριακάτικης εφημερίδας».
Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην εταιρία παροχής φυσικού αερίου Uniper , η οποία ζήτησε πριν από λίγες ημέρες κρατική στήριξη, ο καγκελάριος τάχθηκε υπέρ της προοπτικής ενίσχυσης των εταιριών κοινής ωφελείας. «Τα κρατικά δάνεια προς αυτές τις επιχειρήσεις ήδη συνεισφέρουν στην συγκράτηση των τιμών», δήλωσε ο κ. Σολτς και υπενθύμισε ότι και η Lufthansa, λόγω της κρίσης της πανδημίας του κορονοϊού, χρειάστηκε κρατική οικονομική βοήθεια ύψους 9 δισεκατομμυρίων ευρώ. «Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε διαπραγματεύσεις για το τι είναι προτιμότερο ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα πληγεί η παροχή φυσικού αερίου, επειδή μια σημαντική εταιρία δεν θα μπορεί να συνεχίσει τη δραστηριότητά της», δήλωσε σχετικά με τη Uniper.
Στο ίδιο πλαίσιο ο κ. Σολτς υπερασπίστηκε την απόφαση της κυβέρνησής του να διαπραγματευτεί την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου από το Κατάρ. «Αν θέλουμε διάφορες πηγές ενέργειας, χρειαζόμαστε και πολλούς προμηθευτές», δήλωσε ο καγκελάριος, απαντώντας στην κριτική για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο κράτος του Κόλπου.
Σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο καγκελάριος δεσμεύθηκε και πάλι για την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας μετά το τέλος του πολέμου, διευκρίνισε ωστόσο ότι αυτή η δράση θα τεθεί υπό την εγγύηση του ΝΑΤΟ και ότι αυτή τη στιγμή διεξάγονται συνομιλίες μεταξύ της Συμμαχίας και του Κιέβου για το θέμα».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνομιλιών του με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Όλαφ Σολτς δήλωσε: «Του λέω πάντα: Θυμήσου, οι - ομολογουμένως όχι πολύ αυστηρές - κυρώσεις που επιβάλαμε μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, είναι ακόμη σε ισχύ. Το ίδιο συμβαίνει και με τις κυρώσεις για την υποκινούμενη εξέγερση στα ανατολικά του Ντονμπάς. Και οι κυρώσεις που έχουμε επιβάλει τώρα, θα παραμείνουν. Η ιδέα μιας καθ' υπαγόρευση ειρήνης είναι παράλογη. Πρέπει να εστιάσετε στην επίτευξη μιας δίκαιης συμφωνίας με την Ουκρανία».
Ερωτώμενος σχετικά με την κριτική που δέχεται λόγω της επικοινωνιακής στρατηγικής του, ο Όλαφ Σολτς δήλωσε χαρακτηριστικά ότι δεν ανήκει «στους πολιτικούς που βγάζουν μια ανακοίνωση την εβδομάδα, εκ των οποίων το 90% δεν λένε τίποτα». Αυτό για μένα είναι σωστό, σημείωσε και πρόσθεσε ότι «ειδικά σε ένα ομοσπονδιακό κράτος, είναι σημαντικό να γίνονται ανακοινώσεις μόνο όταν υπάρχει κάτι σημαντικό». Απέρριψε επίσης και την κριτική περί αλαζονείας που δέχθηκε πρόσφατα, για τη στάση του κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου. «Δε νομίζω ότι είναι έτσι, επομένως δε συμμερίζομαι αυτή την εκτίμηση», ανέφερε, ενώ όταν του ζητήθηκε να δώσει κάποιες πρακτικές συμβουλές για την εξοικονόμηση ενέργειας στα γερμανικά νοικοκυριά, όπως έκανε πρόσφατα ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, σημείωσε δηκτικά ότι «δεν αρκεί να βρίσκει κανείς τις λέξεις, αλλά είναι θέμα της κυβέρνησης να κάνει ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να διασφαλιστεί ο ενεργειακός εφοδιασμός». Η «μακροπρόθεσμη διαδικασία», η οποία ξεκινά αύριο, αφορά συνομιλίες της κυβέρνησης με εργοδότες, συνδικάτα, εμπειρογνώμονες και φορείς, με αντικείμενο την αντιμετώπιση της απώλειας αγοραστικής δύναμης των πολιτών, αλλά και της επιβάρυνσης του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων. «Θέλω να περιορίσω τις προσδοκίες για ανακοίνωση συμφωνίας ήδη αύριο», υπογράμμισε ταυτόχρονα ο καγκελάριος. Ενόψει πάντως των αυριανών συνομιλιών, η πρόεδρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων Εργαζομένων Γιασμίν Φαχίμι ζήτησε να επιβληθεί πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.
Σε ό,τι αφορά την πολιτική για τη διαχείριση της πανδημίας, ο κ. Σολτς υποστήριξε ότι δεν είναι πλέον απαραίτητα τα δραστικά μέτρα που ελήφθησαν το προηγούμενο διάστημα. «Η κατάσταση έχει αλλάξει εντελώς. Πολλοί - αν και όχι αρκετοί - έχουν εμβολιαστεί», δήλωσε και απέκλεισε το ενδεχόμενο να κλείσουν πάλι σχολεία. «Και τα lockdown των προηγούμενων ετών δεν θα είναι πιθανότατα απαραίτητα», πρόσθεσε. Ειδικά σχετικά με τη χρήση της προστατευτικής μάσκας, σημείωσε πάντως ότι «η μάσκα θα έχει το φθινόπωρο και τον χειμώνα μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι τώρα», ενώ επανέλαβε την έκκλησή του για εμβολιασμό των πολιτών. Ο ίδιος δήλωσε ότι έχει κάνει ήδη τέσσερα εμβόλια και ότι μέχρι τώρα δεν έχει μολυνθεί από κορονοϊό. Συνέστησε δε σε όλους όσοι είναι άνω των 60 να εμβολιαστούν και ανέφερε ότι «όταν θα υπάρξει προσαρμοσμένο εμβόλιο, είναι σημαντικό να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι».
Ο καγκελάριος ρωτήθηκε όμως και για το ενδεχόμενο εισαγωγής ανώτατου ορίου ταχύτητας για την κίνηση στους αυτοκινητοδρόμους, στο μεγαλύτερο μέρος των οποίων σήμερα δεν υπάρχει όριο. «Αυτή η κυβέρνηση δεν είχε συμφωνήσει κάτι τέτοιο. Για αυτό και δεν θα γίνει», επισήμανε. Οι Πράσινοι και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) είχαν ταχθεί υπέρ ενός τέτοιου μέτρου, όπως και οι κρατιδιακές κυβερνήσεις, αλλά δεν κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση των Φιλελευθέρων (FDP).