Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενέργησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους, τα οποία δημοσιεύθηκαν σήμερα, δείχνουν ότι οι τράπεζες δεν έχουν ενσωματώσει ακόμη επαρκώς τους κλιματικούς κινδύνους στα πλαίσια διενέργειας ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και τα εσωτερικά υποδείγματά τους, παρά την κάποια πρόοδο που έχει σημειωθεί από το 2020.
«Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ πρέπει να εντείνουν επειγόντως τις προσπάθειες μέτρησης και διαχείρισης των κλιματικών κινδύνων, καλύπτοντας τα υπάρχοντα κενά δεδομένων και υιοθετώντας τις καλές πρακτικές που ήδη διατίθενται στον τομέα», αναφέρει ο Αντρέα Ενρία, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.
Η άσκηση προσομοίωσης, η οποία εμπεριέχεται στον ευρύτερο οδικό χάρτη της ΕΚΤ για το κλίμα, δεν έχει ως σκοπό την αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά την άντληση διδαγμάτων τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους επόπτες. Στο πλαίσιό της συλλέχθηκαν ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα, προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός ετοιμότητας του τομέα όσον αφορά τους κλιματικούς κινδύνους και να καταγραφούν βέλτιστες πρακτικές για την αντιμετώπιση των κλιματικών κινδύνων.
«Αυτή η άσκηση αποτελεί σημαντικό ορόσημο στην προσπάθειά μας να καταστήσουμε το χρηματοπιστωτικό μας σύστημα πιο ανθεκτικό στους κλιματικούς κινδύνους», ανέφερε ο Φρανκ Έλντερσον, αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. «Περιμένουμε από τις τράπεζες να αναλάβουν αποφασιστική δράση και να αναπτύξουν στιβαρά πλαίσια για τη διενέργεια ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους βραχυμεσοπρόθεσμα».
Η έρευνα
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, στην έρευνα, που είναι η πρώτη του είδους της, συμμετείχαν 104 τράπεζες, παρέχοντας πληροφορίες σε 3 τρία διαφορετικά πεδία.
- Τις δυνατότητες των ίδιων των τραπεζών απέναντι στην κλιματική αλλαγή
- Την έκθεση τους σε τομείς και κλάδους που εκπέμπουν άνθρακα
- Τις προβλέψεις για ζημίες από ακραία καιρικά φαινόμενα υπό διάφορα μεταβατικά σενάρια. Η άσκηση προσομοίωσης από κάτω προς τα πάνω στην τρίτη ενότητα περιορίστηκε σε 41 άμεσα εποπτευόμενες τράπεζες, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η αναλογικότητα προς τις μικρότερες τράπεζες.
Όπως σημειώνεται σε σχετική ανακοίνωση της ΕΚΤ, τα αποτελέσματα της πρώτης ενότητας δείχνουν ότι περίπου το 60% των τραπεζών δεν διαθέτουν ακόμη πλαίσιο για τη διενέργεια ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους. Ομοίως, οι περισσότερες τράπεζες δεν περιλαμβάνουν τους κλιματικούς κινδύνους στα υποδείγματα πιστωτικού κινδύνου τους και μόλις το 20% συνυπολογίζει τους κλιματικούς κινδύνους ως μεταβλητή κατά τη χορήγηση δανείων.
Επί του παρόντος οι τράπεζες δεν διαθέτουν επαρκείς βέλτιστες πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να εδραιώσουν ικανότητες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με το κλίμα που περιλαμβάνουν ποικίλους διαύλους μετάδοσης κλιματικών κινδύνων (π.χ. κίνδυνοι αγοράς και πιστωτικοί κίνδυνοι) και χαρτοφυλάκια (π.χ. επιχειρηματικά ή ενυπόθηκα).
Η δεύτερη ενότητα της άσκησης δείχνει ότι, συνολικά, περισσότερο από τα δύο τρίτα του εισοδήματος των τραπεζών από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις προκύπτει από κλάδους έντασης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σε πολλές περιπτώσεις, οι εκπομπές που χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες προέρχονται από μικρό αριθμό μεγάλων αντισυμβαλλομένων, κάτι που αυξάνει την έκθεσή τους σε κινδύνους μετάβασης. Συνήθως, οι τράπεζες στηρίζονται σε προσεγγιστικά δεδομένα για να υπολογίσουν τα ανοίγματά τους σε τομείς έντασης εκπομπών.
Παρότι αυτό αποτελεί ένα καλό πρώτο βήμα για την κάλυψη των κενών δεδομένων, οι τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν τη δέσμευση των πελατών τους, ώστε να αποκτήσουν πιο ακριβή δεδομένα και περαιτέρω πληροφορίες για τα σχέδια μετάβασης των πελατών τους. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν να μετρούν και να διαχειρίζονται την έκθεσή τους σε κλιματικούς κινδύνους στο μέλλον.
Η άσκηση προσομοίωσης από κάτω προς τα πάνω στην τρίτη ενότητα απαιτεί από τις τράπεζες να προβλέψουν τις ζημίες σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων και σε σενάρια μετάβασης με διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες. Στην άσκηση επιβεβαιώνεται ότι οι επιπτώσεις των φυσικών κινδύνων στις ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ανομοιόμορφες. Σύμφωνα με τα ευρήματα η ευπάθεια των τραπεζών σε ένα σενάριο ξηρασίας και καύσωνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τομεακές δραστηριότητες και τη γεωγραφική θέση των ανοιγμάτων τους.
Ο αντίκτυπος αυτού του κινδύνου υλοποιείται μέσω μείωσης της παραγωγικότητας του τομέα, π.χ. στις γεωργικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες, και αύξησης των επισφαλών δανείων στις περιοχές που πλήττονται. Ομοίως, στο σενάριο κινδύνου πλημμύρας, αναμένεται να επηρεαστούν αρνητικά οι εξασφαλίσεις υπό μορφή ακινήτων και τα υποκείμενα ενυπόθηκα και επιχειρηματικά δάνεια, ιδίως στις περιοχές που πλήττονται περισσότερο.
Η άσκηση προσομοίωσης δείχνει ότι οι πιστωτικές ζημίες και οι απώλειες όσον αφορά την αγοραία αξία στα βραχυπρόθεσμα σενάρια άτακτης μετάβασης και στα δύο σενάρια φυσικών κινδύνων ανέρχονται συνολικά σε 70 δισ. ευρώ για 41 συμμετέχουσες τράπεζες. Ωστόσο, αυτό υποτιμά σημαντικά τον πραγματικό κλιματικό κίνδυνο, καθώς αντανακλά ένα μέρος μόνο του πραγματικού κινδύνου λόγω:
- της έλλειψης διαθέσιμων δεδομένων σε τόσο αρχικό στάδιο,
- του γεγονότος ότι η διαμόρφωση των υποδειγμάτων στα οποία βασίζονται οι προβολές των τραπεζών αποτυπώνει στοιχειωδώς μόνο τους κλιματικούς παράγοντες,
- της εξαίρεσης των περιόδων ύφεσης και των δευτερογενών επιδράσεων από τα σενάρια,
- του γεγονότος ότι τα ανοίγματα που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της άσκησης αντιστοιχούν μόλις στο ένα τρίτο των συνολικών ανοιγμάτων των 41 τραπεζών. Επιπλέον, δεδομένου του μαθησιακού χαρακτήρα της άσκησης, δεν υπήρχαν εποπτικές επικαλύψεις, δηλαδή ο αρχικός υπολογισμός που προτάθηκε από τις τράπεζες έμεινε αμετάβλητος.
Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες προβολές των τραπεζών υπό τα διάφορα σενάρια κλιματικών κινδύνων, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μια συντεταγμένη μετάβαση προς την πράσινη οικονομία συνεπάγεται χαμηλότερες ζημίες σε σχέση με μια άτακτη μετάβαση ή με την έλλειψη αντίδρασης της πολιτικής. Ωστόσο, οι τράπεζες ελάχιστα καταφέρνουν να κάνουν διάκριση μεταξύ ποικίλων μακροπρόθεσμων σεναρίων, καθώς δεν διαθέτουν στιβαρές στρατηγικές, εκτός από την τάση τους να μειώσουν τα ανοίγματά τους στους πλέον ρυπογόνους τομείς και να στηρίξουν επιχειρήσεις χαμηλότερης έντασης άνθρακα. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες πρέπει να εξετάσουν στα στρατηγικά μακροπρόθεσμα σχέδιά τους άμεσους και έμμεσους διαύλους μετάδοσης.