Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ απέστειλε επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας την άδεια να απαλλαγεί από τον φόρο προστιθέμενης αξίας για μια νέα εισφορά στην τιμή του φυσικού αερίου για περιορισμένο χρονικό διάστημα, όπως προκύπτει από αντίγραφο της επιστολής του που είδε το Reuters σύμφωνα.
Ο διαχειριστής της γερμανικής αγοράς φυσικού αερίου πρόκειται να ανακοινώσει τη Δευτέρα το ύψος της εισφοράς, την οποία το Βερολίνο επιβάλλει σε όλους τους καταναλωτές φυσικού αερίου για να επιμερίσει το πρόσθετο κόστος των εισαγωγών φυσικού αερίου.
Η εισφορά αποσκοπεί στο να βοηθήσει την Uniper και άλλους εισαγωγείς να αντιμετωπίσουν την εκτίναξη των τιμών λόγω των μειωμένων ρωσικών εξαγωγικών ροών, αλλά θα προσθέσει στις ήδη ουρανοκατέβατες τιμές ενέργειας και στις πληθωριστικές πιέσεις για τους πελάτες.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με τον ΦΠΑ στα ενεργειακά προϊόντα, η εισφορά θεωρείται συστατικό στοιχείο της συνολικής τιμής του φυσικού αερίου, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει ότι είναι υποχρεωτική, γι' αυτό και η Γερμανία πρέπει να ζητήσει την άδεια των Βρυξελλών για να την καταργήσει.
Ο κ. Lindner δήλωσε ότι, ενώ ζητούσε εκ μέρους της Γερμανίας, ουσιαστικά ζητούσε αλλαγή της νομοθεσίας για τον ΦΠΑ, η οποία θα έδινε σε όλα τα κράτη μέλη την προσωρινή δυνατότητα να προβούν σε παρόμοιες κινήσεις.
Στην αγγλόφωνη επιστολή του Λίντνερ, με ημερομηνία 12 Αυγούστου, αναφέρεται ότι η Γερμανία θα υποβάλει επίσημη αίτηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή αργότερα, αλλά ήθελε να απευθυνθεί προηγουμένως στις Βρυξέλλες για να πείσει τις αρχές ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανησυχούν για πιθανές δυσκολίες και δυσαρέσκεια.
"Ο ΦΠΑ στις εισφορές που επιβάλλει η κυβέρνηση ανεβάζει τις τιμές και συναντά όλο και περισσότερες αντιδράσεις από τον πληθυσμό, ιδίως στην τρέχουσα έκτακτη κατάσταση", ανέφερε.
"Ωστόσο, η αποδοχή των φορολογικών νόμων από τον πληθυσμό είναι ζωτικής σημασίας για την επιβολή τους", ανέφερε.
Η Ρωσία από τα μέσα Ιουνίου έχει μειώσει δραστικά τις ροές προς την Ευρώπη μέσω του αγωγού Nord Stream 1 και παρέχει σήμερα μόλις το 20% των συμφωνηθέντων ποσοτήτων, κατηγορώντας τον ελαττωματικό και καθυστερημένο εξοπλισμό, ενώ η Ευρώπη λέει ότι η κίνηση αυτή έχει πολιτικά κίνητρα.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας - σφηνωμένες ανάμεσα στους εισαγωγείς και τους συμπιεσμένους τελικούς καταναλωτές - φοβούνται ότι θα επιβαρυνθούν με δυσβάσταχτο κόστος.
"Οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας αποτελούν απειλή για την ευημερία και τη σταθερότητά μας", δήλωσε ο Λίντνερ.
Η κυβέρνηση αναμένει μέχρι στιγμής μια εισφορά μεταξύ 1,5-5,0 λεπτών του ευρώ ανά κιλοβατώρα (kWh) από τους καταναλωτές για να πληρώσει το 90% του υψηλότερου κόστους χονδρικής πώλησης φυσικού αερίου, συν μια ακόμη απροσδιόριστη εισφορά για την αποθήκευση φυσικού αερίου που θα δημοσιευθεί στις 18 Αυγούστου.