Από την Πέμπτη (1/9) θα απαγορεύεται να κάνει κάποιος τη βόλτα του έχοντας επάνω του όπλο, ακόμη και κρυμμένο, στην περίφημη πλατεία Τάιμς Σκουέρ του Μανχάταν, όπως και σε πολλούς άλλους δημόσιους χώρους στην Πολιτεία και την πόλη της Νέας Υόρκης, ανακοίνωσαν οι Αρχές.
Ο νέος νόμος, που ψηφίστηκε και εγκρίθηκε φέτος το καλοκαίρι από την κυβερνήτρια Κάθι Χόκουλ και τον δήμαρχο Έρικ Άνταμς (και οι δύο Δημοκρατικοί), τίθεται σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου.
Το μέτρο είναι η αντίδραση της Νέας Υόρκης και άλλων Πολιτειών που κυβερνώνται από Δημοκρατικούς, όπως είναι η Καλιφόρνια, στη «σκανδαλώδη» απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου πλειοψηφούν οι συντηρητικοί, με την οποία δέχτηκε ως συνταγματικό το δικαίωμα των Αμερικανών να βγαίνουν οπλισμένοι από το σπίτι τους.
«Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ένας πυροβολισμός που αντήχησε παντού στον κόσμο», δήλωσε σήμερα ο Έρικ Άνταμς, ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας ο οποίος έχει αναγάγει σε προτεραιότητα της θητείας του στον δήμο την καταπολέμηση της ένοπλης βίας. «Η πόλη της Νέας Υόρκης θα αμυνθεί απέναντι σε αυτήν την απόφαση και, από αύριο, ισχύουν νέες προϋποθέσεις για να έχει κανείς το δικαίωμα να φέρει επάνω του, κρυμμένο, ένα όπλο σε ευαίσθητους χώρους, όπως στην Τάιμς Σκουέρ», εξήγησε.
Στην εμβληματική πλατεία, στην καρδιά του Μανχάταν, θα τοποθετηθεί μια ταμπέλα με τη φράση «Τάιμς Σκουέρ: Ζώνη χωρίς όπλα». Κάθε χρόνο περνούν από την περιοχή αυτήν περίπου 50 εκατομμύρια επισκέπτες.
Η κυβερνήτρια είπε ότι τα όπλα, ακόμη και κρυμμένα σε θήκες, σε τσάντες ή στην τσέπη του κατόχου τους, θα απαγορεύονται επίσης «σε μπαρ, σε βιβλιοθήκες, σε σχολεία, σε δημόσιες υπηρεσίες και στα νοσοκομεία» της περιοχής. Η Χόκουλ πρόσθεσε ότι «αρνείται να αποκηρύξει το καθήκον της, που είναι να προστατεύει τους Νεοϋορκέζους από την ένοπλη βία».
Οι απαγορεύσεις δεν αφορούν τις δυνάμεις της τάξης.
Στις 23 Ιουνίου το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τους «περιορισμούς» στην οπλοκατοχή που ίσχυαν στη Νέα Υόρκη από το 1913, την ώρα που στις ΗΠΑ καταγραφόταν έκρηξη της εγκληματικότητας στις μεγάλες πόλεις και δύο πολύνεκρες επιθέσεις, στο Μπάφαλο (10 νεκροί) και σε ένα σχολείο στο Τέξας (21 νεκροί, εκ των οποίων οι 19 ήταν μικροί μαθητές).