Οι πόροι στο σύστημα τροφίμων και νερού, πρέπει να αξιοποιούνται πιο αποδοτικά και να είναι πιο βιώσιμοι, λόγω και των αυξανόμενων προκλήσεων. Ο Marc Lacey και ο Felix Odey από τη Schroders εξηγούν τι πρέπει να γίνει και ποιες επενδυτικές ευκαιρίες προκύπτουν. Το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων και νερού θα δεχτεί έντονη πίεση τα επόμενα χρόνια από δύο ξεχωριστές δυνάμεις.
Αρχικά, ο παγκόσμιος πληθυσμός αναμένεται να αυξηθεί από περίπου επτά δισεκατομμύρια σήμερα, σε οκτώ δισεκατομμύρια έως το 2030 και σχεδόν σε δέκα δισεκατομμύρια έως το 2050. Η παραγωγή επαρκών ποσοτήτων τροφίμων για τον πληθυσμό θα είναι μια τεράστια πρόκληση, ενώ το WWF εκτιμά ότι θα χρειαστεί να παράγουμε περισσότερα τρόφιμα τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες από ό,τι έχουμε παράξει κατά τα 8.000 χρόνια της ανθρώπινης ύπαρξης μέχρι στιγμής!
Δεύτερον, το υφιστάμενο σύστημα τροφίμων και νερού δεν είναι βιώσιμο όσον αφορά τον άνθρακα, την πίεση του νερού, τη βιοποικιλότητα, τα φυσικά απόβλητα και την υγεία. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πιθανό να οδηγήσουν σε απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα, ασκώντας πρόσθετη πίεση στην καλλιεργήσιμη γη και τα αποθέματα γλυκού νερού.
Το ίδιο το σύστημα τροφίμων και νερού είναι υπεύθυνο για το 25% περίπου των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και για το 65% της χρήσης γλυκού νερού. Έτσι, φαίνεται ότι ευθύνεται σε μεγάλο ποσοστό για την κλιματική αλλαγή και τη λειψυδρία, ενώ ως τομέας θα διαταραχθεί σοβαρά από αυτά. Ομοίως, τα τρόφιμα και το νερό αντιπροσωπεύουν άμεσα ή έμμεσα περίπου το 60% των 2 δισεκατομμυρίων τόνων απορριμμάτων που παράγονται παγκοσμίως κάθε χρόνο.
Αλλά ακόμη και χωρίς αυτές τις δύο προκλήσεις, είναι σαφές ότι το υφιστάμενο σύστημα τροφίμων και νερού δεν παρέχει την πλέον κατάλληλη διατροφή.
Επί του παρόντος, περίπου δύο δισεκατομμύρια ενήλικες παγκοσμίως είναι υπέρβαροι (με ΔΜΣ 25 ή μεγαλύτερο), ενώ 650 εκατομμύρια υποσιτίζονται. Επιπλέον, οι ανεπαρκείς δίαιτες επιβαρύνουν εδώ και πολύ καιρό την κοινωνία, προκαλώντας περίπου το 20% των θανάτων.
Σύμφωνα με τη Schroders, θα πρέπει να επιτευχθούν τρεις διαρθρωτικές αλλαγές για να γίνει το σύστημα τροφίμων και νερού πιο βιώσιμο:
• υψηλότερη απόδοση των καλλιεργειών και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα
• αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες και τα διατροφικά πρότυπα παγκοσμίως
• σημαντική μείωση απορριμμάτων και εκπομπών
Οι αλλαγές αυτές είναι αλληλένδετες και φέρνουν μαζί τους ευκαιρίες για αποδόσεις των επενδύσεων.
Η ευκαιρία για την αγροτική παραγωγή
Είναι λογικό ότι ο αυξανόμενος παγκόσμιος πληθυσμός έχει ανάγκη να τραφεί. Ωστόσο, δεν μπορεί απλώς να χρησιμοποιηθεί περισσότερη γη για επιπλέον καλλιέργειες ή για τη βόσκηση περισσότερων βοοειδών. Στην πραγματικότητα, δεδομένης της σημασίας των δέντρων ως αποθήκης διοξειδίου του άνθρακα, ίσως θα πρέπει να γίνει αναδάσωση της γης, η οποία αυτή τη στιγμή χρησιμοποιείται για τη γεωργία.
Το διάγραμμα δείχνει πώς η γεωργική παραγωγή έχει ήδη γίνει πιο αποτελεσματική, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε. Ωστόσο, οι διακεκομμένες γραμμές υποδεικνύουν την κλίμακα της πρόκλησης που θα έρθει.
Υπολογίζεται ότι η γεωργική παραγωγή πρέπει να αυξηθεί κατά 70% για να θρέψει 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2050, χρησιμοποιώντας όμως λιγότερη γη. Δεδομένης της πίεσης στην παροχή γλυκού νερού, αυτή η αύξηση της παραγωγής τροφίμων πρέπει να επιτευχθεί ταυτόχρονα με τη μείωση της ποσότητας του νερού που χρησιμοποιείται.
Η τεχνολογία μπορεί να δώσει λύσεις σε αυτήν την πρόκληση, για παράδειγμα, με τις μεθόδους καλλιέργειας. Η χρήση αισθητήρων παρέχει σε πραγματικό χρόνο δεδομένα από το χωράφι στον υπολογιστή, επιτρέποντας στους αγρότες να υιοθετήσουν μια προσέγγιση βασισμένη σε δεδομένα μεγαλύτερης ακρίβειας. Οι αισθητήρες, μπορούν να μετρήσουν τα χημικά δεδομένα του εδάφους (pH, θρεπτικά συστατικά, περιεκτικότητα σε άνθρακα), καθώς και τα επίπεδα υγρασίας και τη ροή του αέρα. Αυτό, μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση των αποδόσεων, ελαχιστοποιώντας παράλληλα την ανάγκη για λιπάσματα και άλλες γεωργικές εισροές.
Η ευκαιρία επιλογής τροφίμων
Η βιωσιμότητα, σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα και το νερό, δεν έχει να κάνει μόνο με το πώς παράγουμε ό,τι τρώμε και πίνουμε, αλλά και με το τι τρώμε. Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους αγρότες. Μπορούμε όλοι μας να συνδράμουμε ως καταναλωτές, υιοθετώντας νέο διαιτολόγιο και διατροφικές συνήθειες. Αξίζει κανείς να δει την κατακόρυφη άνοδο του εναλλακτικού γαλακτοκομικού τομέα. Δεν υιοθετούν εναλλακτικές λύσεις γάλακτος μόνο άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη, αλλά και πολλοί άλλοι καταναλωτές για διάφορους λόγους που έχουν να κάνουν π.χ. με την υγεία, το περιβάλλον, την καλή διαβίωση των ζώων αλλά και τη γεύση.
Η επιτυχία των υποκατάστατων γαλακτοκομικών είναι ένας καλός οιωνός για τα υποκατάστατα κρέατος, τα οποία μπορεί να μην αργήσουν να έρθουν. Καλύπτοντας αυτήν τη στιγμή μόνο το 1% της αγοράς κρέατος, αυτή η τεχνολογία θα μπορούσε ρεαλιστικά να μιμηθεί τα υποκατάστατα γαλακτοκομικών προϊόντων και να δεκαπλασιαστεί σε 10 χρόνια.
Μια δίαιτα πλούσια σε κρέας δεν βλάπτει απλώς την υγεία μας, αλλά ασκεί επίσης τεράστια πίεση στους ήδη περιορισμένους γεωργικούς πόρους, χρησιμοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης τόσο για την καλλιέργεια τροφής όσο και για τα ίδια τα ζώα.
Το αριστερό διάγραμμα παρακάτω δείχνει πώς, κατά μέσο όρο παγκοσμίως, τρώμε σχεδόν διπλάσια ποσότητα επεξεργασμένου κρέατος και λιγότερο από τα μισά φρούτα και λαχανικά, από αυτά που συνιστώνται για την υγεία μας.
Ομοίως, το δεξί διάγραμμα δείχνει πώς το κρέας –συγκεκριμένα το βόειο– ασκεί τεράστια πίεση σε πολλούς πόρους. Η μείωση της παραγωγής βόειου κρέατος θα αύξανε τη διαθεσιμότητα της γης για προϊόντα που απαιτούν λιγότερους πόρους, όπως δημητριακά και λαχανικά, επιτρέποντας έτσι σε μεγαλύτερο πληθυσμό να τρέφεται πιο θρεπτικά.
Η ευκαιρία μείωσης των αποβλήτων και των εκπομπών
Η γεωργία ευθύνεται επί του παρόντος για περίπου το 26% του συνόλου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ταυτόχρονα, είναι ένα σύστημα που παράγει πάρα πολλά απόβλητα. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι το 44% όλων των καλλιεργειών χάνεται πριν από την κατανάλωση.
Η τεχνολογία θα παίξει κι εδώ τον πιο σημαντικό ρόλο, αλλά εξίσου κρίσιμη θα είναι η στήριξη και οι πολιτικές των κυβερνήσεων. Πράγματι, σε έκθεση του ΟΗΕ τονίζεται ότι οι τεράστιες επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα δεν αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Σύμφωνα με την έκθεση, το 87% των κρατικών ενισχύσεων ύψους $540 δισ. που καταβάλλονται στον τομέα ετησίως περιλαμβάνει μέτρα που στρεβλώνουν τις τιμές ή/και βλάπτουν τη φύση ή την υγεία. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αρχίσουν να επιβάλλουν κριτήρια βιωσιμότητας σε αυτά τα μέτρα.
Τα μέτρα κρατικής στήριξης αρχίζουν, σε ορισμένες περιοχές, να έχουν μία καλύτερα στοχευμένη εφαρμογή. Η ευρύτερη πρόσβαση στη σύγχρονη γεωργική τεχνολογία μπορεί να αυξήσει τις αποδόσεις και να μειώσει τα απόβλητα, καθώς και οι κανονισμοί για τα φυτοφάρμακα, μπορούν να μειώσουν την ευρύτερη περιβαλλοντική ζημιά. Τα απόβλητα τροφίμων, δύναται επίσης να μειωθούν σε επίπεδο λιανικής μέσω νομικά δεσμευτικών στόχων.
Η στρατηγική της ΕΕ από το αγρόκτημα στο τραπέζι δείχνει ίσως με τον καλύτερο τρόπο πώς οι αρχές ξεκινούν να σκέφτονται σοβαρά την ιδέα ότι το παγκόσμιο σύστημα τροφίμων μας πρέπει να γίνει πιο βιώσιμο.
Ακόμα κι αν σταματούσαν οι εκπομπές από τους ενεργειακούς τομείς αυτήν τη στιγμή, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή τροφίμων θα ξεπερνούσαν τον προϋπολογισμό για άνθρακα κατά 1,5 βαθμούς. Η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές του συστήματος τροφίμων και νερού εγείρει ένα ξεχωριστό πρόβλημα από αυτό που αντιμετωπίζει το ενεργειακό σύστημα, δεδομένης της ανάγκης για βιώσιμες εναλλακτικές τεχνολογίες σε γεωργικές εισροές, εξοπλισμό, μεταφορά και συσκευασίες.
Οι μεταβαλλόμενες καιρικές συνθήκες έχουν ήδη αντίκτυπο στην προμήθεια των τροφίμων. Ένα πρόσφατο παράδειγμα, είναι οι υψηλές θερμοκρασίες στον Καναδά αυτό το καλοκαίρι, οι οποίες οδήγησαν σε ξηρασία και πυρκαγιές, επηρεάζοντας τις καλλιέργειες σκληρού σίτου. Ο Καναδάς καλλιεργεί παγκοσμίως τις μεγαλύτερες ποσότητες σκληρού σίτου που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ζυμαρικών, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να έρχονταν αντιμέτωποι με ελλείψεις και υψηλότερες τιμές ζυμαρικών τους επόμενους μήνες.
Πώς αποκτούμε πρόσβαση σε αυτές τις ευκαιρίες;
Από επενδυτική σκοπιά, αναμένεται ότι αυτές οι τρεις διαρθρωτικές αλλαγές –υψηλότερες αποδόσεις και αποδοτικότητα, διατροφικές αλλαγές και μειωμένα απόβλητα/εκπομπές– θα οδηγήσουν σε πληθώρα ευκαιριών σε όλη την αλυσίδα αξίας των τροφίμων και του νερού.
Τα πάντα – από τη χρήση της γης, τις ζωοτροφές και την παραγωγή τροφίμων, την επεξεργασία και την τεχνολογία, τη μεταφορά, το λιανικό εμπόριο, τις συσκευασίες και την ανακύκλωση απορριμμάτων – παίζουν τον ρόλο τους στον μετασχηματισμό του συστήματος συνολικά. Ομοίως, οι δοκιμές και η διαχείριση, ο εξοπλισμός και η συλλογή, η επεξεργασία, οι υποδομές και η ανακύκλωση νερού θα πρέπει να αλλάξουν δραστικά, καθώς αυτός ο πόρος «καταπονείται».
Απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις για να καταστεί βιώσιμο το σύστημα. Υπολογίζεται ότι πρέπει να δαπανηθούν $30 τρισ. στις διάφορες αλυσίδες αξίας τροφίμων και νερού έως το 2050. Το παρακάτω διάγραμμα κάνει σύγκριση των απαιτούμενων επενδύσεων και της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης της αγοράς από εταιρείες σε ορισμένους τομείς τροφίμων και νερού. Όπως φαίνεται, η απόκλιση είναι τεράστια.
Τα τρόφιμα και το νερό είναι ένας τομέας όπου η τεχνολογία επίλυσης προβλημάτων γίνεται ευρύτερα διαθέσιμη, οι καταναλωτές έχουν μεγαλύτερη επίγνωση της υγείας και του περιβάλλοντος και οι κυβερνήσεις αρχίζουν να εστιάζουν στη βιωσιμότητα των τροφίμων και όχι απλώς στην επισιτιστική ασφάλεια.
Αυτοί οι παράγοντες μαζί, υποδεικνύουν ένα σύστημα τροφίμων και νερού που πρόκειται να αλλάξει δραματικά. Ως επενδυτές μετοχών λοιπόν, ο Mark Lacey και ο Felix Odey, θεωρούν ότι οι επενδύσεις σε αυτές τις εταιρείες, οι οποίες διαθέτουν τα προϊόντα και τις τεχνολογίες για αυτήν την αλλαγή, μπορούν να έχουν ελκυστικές αποδόσεις.
Πολλές από αυτές τις εταιρείες παρουσιάζουν καλή ταμειακή ροή, αλλά έχουν καταστεί χαμηλής αξίας επειδή οι επενδυτές θεωρούν ότι πρόκειται για έναν χώρο "παλιάς οικονομίας" και όχι για έναν χώρο με νέες προοπτικές. Αυτό, οφείλεται εν μέρει στις χαμηλές τιμές των τροφίμων, πράγμα που σημαίνει ότι έχουν γίνει λίγες επενδύσεις.
Το παρακάτω διάγραμμα δείχνει πώς οι τομείς των τροφίμων και του νερού κάνουν συναλλαγές με έκπτωση στην ευρύτερη αγορά. Παρόλο που φαίνεται η άνοδος στα τέλη του 2019, όταν ανακοινώθηκε η πολιτική της ΕΕ από το αγρόκτημα στο τραπέζι, η έκπτωση εξακολουθεί να υπάρχει.
Πιστεύεται ότι αυτό θα αλλάξει, καθώς η επιτακτική ανάγκη να γίνουν βιώσιμα τα τρόφιμα και το νερό δημιουργεί ευκαιρίες για νέες πηγές ανάπτυξης, σε εταιρείες που πολλοί επενδυτές μπορεί να έχουν απορρίψει ως «παλιά οικονομία», σε παγιωμένους τομείς.