Οι Ηνωμένες Πολιτείες απέρριψαν το σχέδιο για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων στα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη και δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ τις ρωσικές διεκδικήσεις στην Ουκρανία, δήλωσε στους δημοσιογράφους ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου Τζέικ Σάλιβαν.
Ο Σάλιβαν σημείωσε ότι η Μόσχα ίσως θέλει να στρατολογήσει ανθρώπους από αυτές τις περιοχές επειδή έχει υποστεί μεγάλες απώλειες στα πολεμικά μέτωπα. Χαρακτήρισε τα δημοψηφίσματα προσβολή στις αρχές της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας και πρόσθεσε ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, στην ομιλία του αύριο στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, θα ασκήσει δριμεία κριτική στη Ρωσία για τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Αν πραγματικά συμβεί αυτό (σ.σ. τα δημοψηφίσματα), οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ τις αξιώσεις της Ρωσίας σε οποιαδήποτε υποτιθέμενα προσαρτημένα μέρη της Ουκρανίας. Δεν θα αναγνωρίσουμε ποτέ αυτά τα εδάφη ως οτιδήποτε άλλο πέραν από μέρος της Ουκρανίας. Απορρίπτουμε απερίφραστα τις ενέργειες της Ρωσίας» τόνισε.
Ο Σάλιβαν επικαλέστηκε αναφορές από την περιοχή ως απόδειξη ότι η Ρωσία ίσως θέλει να επιστρατεύσει ανθρώπους από τα κατεχόμενα εδάφη. Υποστήριξε μάλιστα ότι η Ρωσία «ψάχνει για (στρατιωτικό) προσωπικό» για να το ρίξει στη μάχη εναντίον της Ουκρανίας.
Από την πλευρά του, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι τα δημοψηφίσματα που σχεδιάζονται σε κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας για την ένταξή τους στη Ρωσική Ομοσπονδία δεν θα αναγνωριστούν από τη διεθνή κοινότητα.
Μιλώντας στη Νέα Υόρκη, ο Γάλλος πρόεδρος δήλωσε ότι οι προτάσεις για τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων στην ανατολική Ουκρανία αποτελούν μια επιπλέον πρόκληση μετά την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στη γειτονική της χώρα.
"Αν η ιδέα του δημοψηφίσματος για το Ντονμπάς δεν ήταν τόσο τραγική, θα ήταν αστεία", δήλωσε σε δημοσιογράφους.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ κατήγγειλε τα «υποτιθέμενα δημοψηφίσματα» που σκοπεύουν να διοργανώσουν οι διορισμένες από τη Μόσχα αρχές στα κατεχόμενα εδάφη της Ουκρανίας, χαρακτηρίζοντάς τα «νέα κλιμάκωση του πολέμου του Πούτιν».