Οι τράπεζες θα επιστρέψουν 296,3 δισεκατομμύρια ευρώ (308 δισεκατομμύρια δολάρια) φθηνού δανεισμού στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αφού πλέον οι όροι των συγκεκριμένων δανείων έχουν καταστεί, με απόφαση της ΕΚΤ, λιγότερο επωφελείς, προκειμένου να διευκολυνθεί η μάχη κατά του πληθωρισμού-ρεκόρ στην ευρωζώνη.
Η αποπληρωμή αντιπροσωπεύει λίγο λιγότερο από το 15% του συνολικού οφειλόμενου ποσού των λεγόμενων δανείων TLTRO, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας για τη διατήρηση της ροής πιστώσεων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η διάμεση πρόβλεψη σε δημοσκόπηση του Bloomberg αυτόν τον μήνα ήταν για επιστροφή 600 δισεκατομμυρίων ευρώ. Οι προβλέψεις κυμαίνονταν από 200 δισεκατομμύρια ευρώ έως 1,5 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Τα διετή γερμανικά κρατικά ομόλογα ανέκτησαν τις απώλειες που κατέγραφαν νωρίτερα, μετά την ανακοίνωση των στοιχείων. Η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων και των επιτοκίων ανταλλαγής (swap) διευρύνθηκε κατά δύο μονάδες βάσης, σε περίπου 84 μ.β.
Η μικρότερη από την αναμενόμενη αποπληρωμή μάλλον δεν κινείται στο ύψος που ανέμενε η ΕΚΤ. Οι αξιωματούχοι ανησυχούν ότι η αλλαγή των οικονομικών συνθηκών από την εποχή της έναρξης του προγράμματος TLTRO σημαίνει ότι τα δάνεια κινδυνεύουν να στρεβλώσουν τις προσπάθειές τους να δαμάσουν τις αυξανόμενες τιμές, ενώ επιδεινώνουν επίσης την έλλειψη εξασφαλίσεων που απαιτούνται για την αποτελεσματική λειτουργία των χρηματαγορών.
Οι επιτελείς της ΕΚΤ ανακοίνωσαν τον Οκτώβριο αύξηση του κόστους της χρηματοδότησης TLTRO από τις 23 Νοεμβρίου, θέτοντας φραγμό στις τράπεζες που αποκτούν εισόδημα χωρίς κινδύνους σταθμεύοντας μετρητά από το πρόγραμμα πίσω στην ΕΚΤ. Το αναδρομικό μέτρο πυροδότησε καταγγελίες από ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Ο Jussi Hiljanen, στέλεχος στρατηγικής στην SEB ο οποίος είχε προβλέψει ότι οι τράπεζες θα επέστρεφαν 300 δισεκατομμύρια ευρώ, ανέφερε αρκετούς πιθανούς παράγοντες πίσω από το τελικό ποσό που ανακοινώθηκε την Παρασκευή.
Οι γερμανικές και άλλες μεγάλες τράπεζες του ευρωπαϊκού μπλοκ έχουν περιορισμένες αγορές κρατικού χρέους που χρηματοδοτούνται από TLTRO "και συνεχίζουν να θεωρούν τα δάνεια ελκυστικά από την άποψη του κόστους", ανέφερε. "Γενικά, οι τράπεζες μπορεί επίσης να προτιμούσαν να διατηρήσουν θέσεις ρευστότητας προς το τέλος του έτους και εν αναμονή πιθανών κινδύνων αναταραχής στην αγορά".
Οι τράπεζες θα έχουν περαιτέρω επιλογές για επιστροφές σε καθέναν από τους επόμενους τέσσερις μήνες και στη συνέχεια σε τριμηνιαία βάση.
Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τους τελευταίους μήνες το βασικό της επιτόκιο με τον πιο επιθετικό ρυθμό στην ιστορία της, προκειμένου να περιορίσει τον πληθωρισμό ο οποίος, στο 10,6% τον περασμένο μήνα, είναι υπερπενταπλάσιος του στόχου της για 2%. Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε νωρίτερα την Παρασκευή ότι το κόστος δανεισμού μπορεί να χρειαστεί να αυξηθεί σε επίπεδα που να περιορίζουν την οικονομική επέκταση, προκειμένου να μειωθεί ο πληθωρισμός.
Η ΕΚΤ πρόκειται επίσης να συζητήσει τον τρόπο συρρίκνωσης του χαρτοφυλακίου ομολόγων της, αξίας περίπου 5 τρισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία αγοράστηκαν ως μέτρο τόνωσης κατά τη διάρκεια πρόσφατων κρίσεων - μια διαδικασία γνωστή ως ποσοτική σύσφιξη (QT).
Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, "οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ επέστρεψαν μόνον ένα κλάσμα των υπολοίπων τους από τις πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφότου το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε τον περασμένο μήνα να αυξήσει το επιτόκιο αυτών των δανείων. Τα γεράκια στην ΕΚΤ μπορεί να προσθέσουν τη συγκεκριμένη εξέλιξη στη λίστα με τους λόγους για να ξεκινήσουν το QT στις αρχές του 2023".
Το σχέδιο για τον τρόπο εφαρμογής του QT θα καθοριστεί στη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο. Η διαδικασία αναμένεται να ξεκινήσει κάποια στιγμή μέσα στο α’ εξάμηνο του 2023.