Τα ισχυρά συνδικάτα της Γερμανίας μπαίνουν δυνατά στο χορό των απεργιών την ερχόμενη Δευτέρα, διεκδικώντας μισθολογικές αυξήσεις. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Duetsche Welle Το συνδικάτο Verdi απαιτεί 10,5% αύξηση στον ωριαίο μισθό για τους δημοσίους υπαλλήλους και τουλάχιστον 500 ευρώ αύξηση στον μηνιαίο, ενώ το συνδικάτο εργαζομένων στους σιδηροδρόμους EVG, 12,5% και 650 ευρώ αντιστοίχως.
Με αυτόν τον τρόπο, τα συνδικάτα θέλουν να αντισταθμίσουν τις απώλειες αγοραστικής δύναμης λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Ενόψει των υψηλών απαιτήσεων, ορισμένοι οικονομολόγοι προειδοποιούν για επικείμενο ανοδικό «σπιράλ» μισθών-τιμών, καθώς το απεργιακό κύμα αγγίζει πλέον και τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Οι μισθοί και οι τιμές αλληλεξαρτώνται, γεγονός που μπορεί να έχει δυνητικά οικονομικά επιζήμιες συνέπειες.
Πριν από λίγες ημέρες, η πρόεδρος της Ε.Κ.Τ. Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι οι εργαζόμενοι και οι εταιρείες θα πρέπει να επωμιστούν εξίσου τα αυξημένα βάρη. «Εάν, αντιθέτως, κάθε πλευρά προσπαθήσει να ελαχιστοποιήσει τις απώλειές της, τα υψηλότερα περιθώρια κέρδους, οι μισθοί και οι τιμές θα μπορούσαν να οδηγήσουν το ένα σε αύξηση του άλλου».
Τα συνδικάτα φυσικά δεν αντιλαμβάνονται έτσι το πρόβλημα, τουλάχιστον όχι ως απόρροια των αιτημάτων τους, καθώς ο πληθωρισμός τροφίμων έχει εκτιναχθεί στο 22,3%!
«Το να μιλάμε για ένα ενδεχόμενο ανοδικό σπιράλ είναι ανοησία», λέει ο επικεφαλής του συνδικάτου του κλάδου παροχής υπηρεσιών Verdi, Φρανκ Βερνέκε: «Αν συναθροίσω όλα τα αιτήματά μας μαζί, τότε απαιτούμε λιγότερα από τον πραγματικό πληθωρισμό». Πρόκειται για ένα βάσιμο επιχείρημα - εάν οι απαιτήσεις παραμείνουν πραγματικά κάτω από τον πληθωρισμό. Διότι, εάν οι τιμές αυξηθούν ταχύτερα από τους μισθούς, οι εργαζόμενοι έχουν απώλειες στον πραγματικό τους μισθό. Έτσι η αγοραστική τους δύναμη εν συνεχεία μειώνεται, η ζήτηση εξασθενεί. Και αυτό συνεπάγεται πτώση παρά αύξηση των τιμών.
Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτσερ, δεν πιστεύει επί του παρόντος σε ένα επικείμενο ανοδικό σπιράλ μισθών-τιμών. «Είναι μύθος». Επειδή οι εργαζόμενοι είχαν μια μέση πραγματική απώλεια μισθού 3% το 2022 και για το 2023 επιπλέον 2% και περισσότερο.
Οι εμπειρογνώμονες θεωρούν εφικτή μία αποδεκτή συμφωνία
Παρόμοια άποψη έχει και η οικονομολόγος Μόνικα Σνίτσερ. Και φέτος, αναμένεται πληθωρισμός άνω του 6%. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υψηλές μισθολογικές απαιτήσεις είναι κατανοητές, σύμφωνα με την πρόεδρο του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων («Wirtschaftsweisen»). Από την άλλη, ωστόσο, πρέπει να αποφευχθεί και ένα ανοδικό σπιράλ.
Για τον λόγο αυτό, η γερμανική κυβέρνηση κατέστησε δυνατές τις αφορολόγητες εφάπαξ πληρωμές από τους εργοδότες στους εργαζομένους και υιοθέτησε μέτρα για τον περιορισμό του υψηλού ενεργειακού κόστους. Η Σνίτσερ φαίνεται πεπεισμένη ότι οι δύο πλευρές θα καταλήξουν σε μία αποδεκτή συμφωνία. Στην πραγματικότητα, αυτό είναι ένα εξίσου κρίσιμο σημείο: η εμπειρία έχει δείξει ότι οι απαιτήσεις των συνδικάτων μεταβάλλονται στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις και οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις είναι συνήθως χαμηλότερες από τις αρχικά υψηλές απαιτήσεις.
Ο Κλέμενς Φουστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών Ifo, αναμένει επίσης μια συμφωνία: «Όπως πάντα, νομίζω ότι θα υπάρξει κάποιου είδους συμβιβασμός. Θεωρώ ότι οι εργοδότες θα υποχωρήσουν σε κάποιο βαθμό. Αλλά φυσικά υπάρχουν όρια και εδώ. Αναμένω λοιπόν μισθολογική αύξηση της τάξης του 7%, που θα εξακολουθούσε να είναι κάτω από το ποσοστό πληθωρισμού, θα ανακούφιζε όμως τα νοικοκυριά και τους εργαζομένους», δηλώνει ο Φουστ στην DW.
Ο Μαρσέλ Φράτσερ είναι βαθιά πεπεισμένος ότι η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων έχει αυξηθεί - και επομένως οι απεργίες είναι πιθανό να ενταθούν. «Αυτή τη στιγμή βιώνουμε μια καμπή στην αγορά εργασίας. Οι εποχές που οι εργοδότες μπορούσαν λίγο-πολύ να υπαγορεύουν τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας φαίνεται να έχουν τελειώσει», λέει ο επικεφαλής του DIW.