Η ΕΕ αντέδρασε γρήγορα στην απειλή που αποτέλεσε η πανδημία COVID-19 για τις αλυσίδες εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων. Τα διάφορα μέτρα της ΕΕ συνέβαλαν στον περιορισμό της διαταραχής του αγροδιατροφικού τομέα. Ωστόσο, όπως καταλήγει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σε έκθεση που δημοσιεύεται σήμερα, σε περίπτωση που προκύψει παρόμοια κρίση στο μέλλον, η στήριξη της ΕΕ θα έχει καλύτερα αποτελέσματα αν στοχεύσει τους τομείς και τους γεωργούς που θα βρίσκονται σε πραγματική ανάγκη.
Η πανδημία COVID-19 επηρέασε ολόκληρες τις αλυσίδες εφοδιασμού γεωργικών προϊόντων, από το αγρόκτημα μέχρι το πιάτο.
Η μεταφορά προϊόντων, ιδίως σε διασυνοριακό επίπεδο, συνάντησε πολλά εμπόδια. Τα σουπερμάρκετ αντιμετώπισαν προβλήματα εφοδιασμού. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, η ΕΕ θέσπισε διάφορα μέτρα, όπως κατευθυντήριες οδηγίες για τη διασφάλιση μιας αποδοτικής αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στην ΕΕ και τον χαρακτηρισμό των εποχικών εργαζομένων ως «εργαζόμενων σε θέσεις κρίσιμης σημασίας», άμεση στήριξη σε γεωργούς και ΜΜΕ, διευκολύνσεις για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων και έκτακτα μέτρα παρέμβασης στην αγορά.
«Ο ευρωπαϊκός αγροδιατροφικός τομέας υπέστη σοβαρές ζημιές από την κρίση της COVID-19», δήλωσε η Joëlle Elvinger, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Δυστυχώς, δεν πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός: ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία έθεσε επίσης σημαντικές προκλήσεις για την ασφάλεια του εφοδιασμού μας με τρόφιμα. Ελπίζουμε ότι με το έργο μας θα μπορέσουμε να συμβάλουμε στη βελτίωση του σχεδιασμού και της στόχευσης των μελλοντικών μέτρων αντιμετώπισης κρίσεων της ΕΕ, που αποβλέπουν ειδικά στη στήριξη του αγροδιατροφικού τομέα.»
Στην έκθεσή του, το ΕΕΣ υπογραμμίζει την ταχύτητα με την οποία αντέδρασε η ΕΕ. Με το που εκδηλώθηκε η πανδημία, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε τις κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τις πράσινες λωρίδες που αφορούσαν τη διασυνοριακή κυκλοφορία των εμπορευμάτων και εξασφάλισε την ελεύθερη κυκλοφορία των εποχικών εργαζομένων, μετριάζοντας έτσι τη διαταραχή του αγροδιατροφικού τομέα.
Ομοίως, ταχεία ήταν και η δημιουργία του πλαισίου άμεσης στήριξης ύψους 712 εκατομμυρίων ευρώ, μέσω της έκτακτης ανακατανομής των αχρησιμοποίητων κονδυλίων αγροτικής ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), βάσει του οποίου χορηγήθηκαν έως και 7 000 ευρώ ανά γεωργό και 50 000 ευρώ ανά ΜΜΕ.
Τέλος, δεδομένου ότι η κύρια δημοσιονομική αντίδραση στην πανδημία στηρίχθηκε στους εθνικούς προϋπολογισμούς, η ΕΕ έσπευσε να διευκολύνει τα μέτρα κρατικών ενισχύσεων. Ωστόσο, τα επίπεδα δημόσιας στήριξης διέφεραν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ, όπως στην περίπτωση των δύο μεγαλύτερων παραγωγών φυτών και ανθέων: στις Κάτω Χώρες, το ύψος των κρατικών ενισχύσεων άγγιξε σχεδόν το 9 % της αξίας της παραγωγής για τον εν λόγω κλάδο, ενώ ήταν πολύ χαμηλότερο (0,3 %) στην Ισπανία. Υπάρχει έτσι ενδεχόμενο ανάπτυξης αθέμιτου ανταγωνισμού, συμπεραίνει το ΕΕΣ.
Ταυτόχρονα, η άμεση στήριξη δεν στόχευε επαρκώς εκείνους που την είχαν περισσότερο ανάγκη. Πολλές χώρες της ΕΕ (μεταξύ των οποίων η Πολωνία, η Ρουμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία) παρείχαν στήριξη στους γεωργούς ενός συγκεκριμένου τομέα, ανεξάρτητα από το αν είχαν υποστεί ζημίες. Ως εκ τούτου, ορισμένοι γεωργοί μπορεί να έλαβαν στήριξη παρά το ότι δεν επλήγησαν από την κρίση. Άλλοι πάλι υπεραποζημιώθηκαν. Για παράδειγμα, εκτιμάται ότι οι αποζημιώσεις που έλαβαν ορισμένοι σταφυλοπαραγωγοί στην Ανδαλουσία μπορεί να ήταν τριπλάσιες της ζημιάς που είχαν υποστεί.
Επίσης, στον αμπελοοινικό τομέα, προκειμένου να μειώσει την πλεονάζουσα προσφορά, η Επιτροπή έλαβε μέτρα είτε για την οριστική απόσυρση του οίνου από την αγορά (απόσταξη κρίσης) είτε για την προσωρινή του (αποθεματοποίηση κρίσης). Ωστόσο, οι σημαντικές διαφορές ως προς την εφαρμογή της στήριξης οδήγησαν σε φαινόμενα άνισης μεταχείρισης. Το αποτέλεσμα είναι, όπως προειδοποιεί το ΕΕΣ, να υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ οινοπαραγωγών και να μην τηρούνται οι κανόνες.