Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ με τίτλο «Dissecting the Decline in Average Hours Worked in Europe», αν και η απασχόληση επανήλθε στο προ πανδημίας επίπεδο, δε συμβαίνει το ίδιο και με το μέσο χρόνο εργασίας. Η έκθεση παρατηρεί ότι η μείωση του μέσου χρόνου εργασίας οφείλεται σε μια μακροπρόθεσμη τάση που προϋπήρχε της πανδημίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ισπανία, παρατηρεί Emilio Sanchez Hidalgo. Σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2008, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 3,5% και οι ώρες εργασίας μειώθηκαν κατά 3,8%. Αυτό σημαίνει ότι οι ώρες εργασίας κάθε εργαζόμενου κατά μέσο όρο έχουν μειωθεί με τα χρόνια.
«Ο μέσος όρος των ωρών εργασίας στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει μια μακροπρόθεσμη πτωτική τάση από τον 19ο αιώνα, περίπου στο μισό μεταξύ της δεκαετίας του 1870 και της δεκαετίας του 2000 στη Γερμανία , για παράδειγμα.
Γενικότερα, οι μέσες ώρες εργασίας στις χώρες του ΟΟΣΑ μειώθηκαν κατά περίπου 0,5% ετησίως μεταξύ της δεκαετίας του 1870 και των αρχών της δεκαετίας του 2000», περιγράφει η έκθεση.
Η συρρίκνωση του μέσου χρόνου εργασίας παρατηρείται κυρίως σε τρεις ομάδες: νέους, άνδρες και ιδιαίτερα άνδρες με μικρά παιδιά. «Στην περίπτωση των νέων, η αύξηση της συχνότητας των εργαζομένων με μερική απασχόληση που είναι επίσης εγγεγραμμένοι στην εκπαίδευση μπορεί να εξηγήσει τη μείωση. Για τους άνδρες γενικά, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με μικρά παιδιά, η μείωση αφορά τόσο τους εργαζομένους πλήρους και μερικής απασχόλησης [...] Αυτό το εύρημα είναι εκπληκτικά συνεπές σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες», αναφέρει η μελέτη του ΔΝΤ. «Η πτώση των πραγματικών ωρών ήρθε παράλληλα με την πτώση των επιθυμητών ωρών», προσθέτουν οι συγγραφείς, οι οποίοι θεωρούν ότι αυτές οι μειώσεις οφείλονται σε προσωπικές προτιμήσεις μεταξύ αυτών των ομάδων εργαζομένων.
Η ανάλυση υπογραμμίζει ότι οι άνδρες συνεχίζουν να εργάζονται περισσότερες ώρες (39,9 ώρες) κατά μέσο όρο από τις γυναίκες (34,7 ώρες), «αλλά αυτό το χάσμα μεταξύ των φύλων έχει συρρικνωθεί με την πάροδο του χρόνου, όπως και το χάσμα των φύλων στο ποσοστό απασχόλησης».
Με έμφαση σε άλλες δημογραφικές ομάδες, η μελέτη του ΔΝΤ υπογραμμίζει επίσης ότι οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι (55 και άνω) «έχουν δει αύξηση στην απασχόλησή τους καθώς αυξήθηκαν οι ηλικίες συνταξιοδότησης στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αλλά ο μέσος χρόνος εργασίας μειώθηκε και σε αυτή την ηλικιακή ομάδα».
Η μελέτη επισημαίνει επίσης ότι οι διακυμάνσεις του χρόνου εργασίας είναι πιο έντονες στις πλουσιότερες χώρες από ό,τι σε εκείνες με χαμηλότερο ΑΕΠ. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat οι άνθρωποι που ζουν στη Σερβία εργάζονται κατά μέσο όρο 42,2 ώρες την εβδομάδα ενώ στην Ολλανδία, 31,1 ώρες.
Η χώρα μας βρίσκεται μόλις μια θέση κάτω από την Σερβία, δηλαδή στη δεύτερη θέση της κατάταξης για τον μέσο χρόνο εργασίας στην Ε.Ε με 39,7 ώρες την εβδομάδα ή με 1886 ώρες ανά έτος.
Ο μέσος χρόνος εργασίας στην Ελλάδα έχει μειωθεί στις 1.886 ώρες ανά έτος από τις 2.072 ώρες ανά έτος που είχαν καταγραφεί το 1983, από τότε δηλαδή που έχουμε δεδομένα για την Ελλάδα.
Ωστόσο, η χώρα μας μεταξύ των χωρών του ΟΑΣΑ, καταγράφει παγκόσμιες αρνητικές επιδόσεις, καθώς βρισκόμαστε στην 6η θέση με τις περισσότερες ώρες εργασίας κατά μέσο όρο. Είμαστε σε καλύτερη θέση μόνο από την Κολομβία, το Μεξικό, την Κόστα Ρίκα, τη Χιλή και τη Νότια Κορέα.