Η Ισπανία θα βάλει τέλος στις «χρυσές βίζες» που χορηγούνται στους αλλοδαπούς οι οποίοι επενδύουν σε ακίνητα, προκειμένου να σταματήσει την κερδοσκοπία που πλήττει πολλές πόλεις της χώρας, ανακοίνωσε σήμερα ο πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ.
Η κυβέρνηση θα καταργήσει τη χορήγηση της λεγόμενης «χρυσής βίζας» με την οποία παίρνει κάποιος άδεια παραμονής όταν επενδύει σε ακίνητα πάνω από μισό εκατομμύριο ευρώ, είπε ο Σάντσεθ σε μια επίσκεψη που πραγματοποίησε κοντά στη Σεβίλη.
Η κατάργηση του μέτρου θα επικυρωθεί αύριο από το υπουργικό συμβούλιο και θα δώσει τη δυνατότητα να καταπολεμηθούν οι κερδοσκοπικές επενδύσεις από τις οποίες πλήττονται πολλοί νέοι και οικογένειες καθώς αδυνατούν να βρουν κατάλυμα, συνέχισε.
Η χρυσή βίζα δίνει τη δυνατότητα σε μη Ευρωπαίους να αποκτούν τριετή άδεια παραμονής και εργασίας εφόσον επενδύουν τουλάχιστον 500.000 ευρώ σε κάποια εταιρεία ή σε ακίνητα στην Ισπανία. Το μέτρο εισήχθη το 2013 από τη συντηρητική κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι, που ήθελε τότε να δώσει ώθηση στις επενδύσεις, εν μέσω οικονομικού μαρασμού λόγω της οικονομικής κρίσης και της φούσκας των ακινήτων.
«Σήμερα, 94 στις 100 χρυσές βίζες συνδέονται με επένδυση σε ακίνητα» και όχι σε εταιρείες, εξήγησε ο Σάντσεθ. Οι επενδύσεις αυτές επικεντρώνονται σε μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Βαρκελώνη, η Μαδρίτη, η Μάλαγα, το Αλικάντε, η Βαλένθια και οι Βαλεαρίδες, επενδύσεις όπου η κτηματαγορά είναι πολύ πιεσμένη, πρόσθεσε.
Πολλές χώρες της νότιας Ευρώπης, που είχαν υιοθετήσει παρόμοια μέτρα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αποφασίζουν πλέον να τα καταργήσουν. Η Πορτογαλία σταμάτησε να χορηγεί «χρυσές βίζες» στις αρχές του 2023, όταν εκτοξεύτηκαν στα ύψη οι τιμές των ακινήτων.
«Οι χρυσές βίζες είναι όνειδος για την Ευρώπη. Είναι απαράδεκτο να δίνεται άδεια παραμονής σε κάποιος απλώς και μόνο επειδή είναι πολυεκατομμυριούχος», είπε σήμερα ο Έρνεστ Ουρτασούν, ο υπουργός Πολιτισμού και εκπρόσωπος του ακροαριστερού κόμματος Sumar, του συμμάχου των Σοσιαλιστών στην κυβέρνηση.
Οι Βρυξέλλες είχαν εκφράσει ανησυχίες το 2019 για αυτήν την πρακτική, από την οποία επωφελούνταν κυρίως πλούσιοι Κινέζοι και Ρώσοι, θεωρώντας ότι συνιστούσε κίνδυνο για την ΕΕ, «ιδίως για την ασφάλεια, το ξέπλυμα κεφαλαίων και τη φοροδιαφυγή».