Η Κομισιόν εμφανίζεται έτοιμη να συνεχίσει τις συζητήσεις για τη διαμόρφωση του οριστικού καθεστώτος του αναβαλλόμενου φόρου για τις τράπεζες των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Η επίτροπος Ανταγωνισμού Μαγκρέιτε Βέστεϊγιερ δήλωσε ικανοποιημένη από τη συνεργασία με την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που αφορούν τις κρατικές εγγυήσεις για τις λεγόμενες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA).
Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, σημειώνεται ότι ο αναβαλλόμενος φόρος είχε σταθεί "σύμμαχός" τους στις προσπάθειες να καλύψουν τις τυχόν κεφαλαιακές ανάγκες που θα προέκυπταν από τα stress tests της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς έδινε την ευκαιρία να προσμετρηθούν ως εποπτικά κεφάλαια οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις.
Το μέτρο φορολογικής βοήθειας του αναβαλλόμενου φόρου δόθηκε στις ελληνικές τράπεζες τον Οκτώβριο του 2014 ως αντιστάθμισμα για τις ζημιές που υπέστησαν από το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων PSI. Βάσει αυτού, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να συμψηφίσουν κάποιες από τις απώλειες του κουρέματος με φόρο που θα έπρεπε να καταβάλουν στο μέλλον. Στην πράξη, δηλαδή, οι τράπεζες απέκτησαν έναν "κουμπαρά" κεφαλαίων, τον οποίο αξιοποιούν μέχρι σήμερα, συνυπολογίζοντάς τον στα κεφάλαιά τους. Σημειώνεται ότι η ρύθμιση για τον αναβαλλόμενο φόρο προέβλεπε ότι οι τράπεζες θα μπορούν για την επόμενη 30ετία να αφαιρούν από τον "κουμπαρά" αυτό τα χρήματα που έπρεπε να καταβάλλουν ως φόρο στο δημόσιο, μέχρι το ποσό αυτό να μηδενιστεί.
Σημειώνεται ότι το όφελος αυτό για τις τράπεζες έχει την εγγύηση του Δημοσίου, στην περίπτωση που κάποια τράπεζα δεν καταφέρει να έχει κερδοφορία στο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που κάποια τράπεζα τεθεί σε εκκαθάριση, το δημόσιο θα πρέπει να καλύψει το ποσό του αναβαλλόμενου φόρου με μετρητά.
Με βάση τροπολογία που είχε κατατεθεί, όμως, στη Βουλή τον Οκτώβριο του 2014, προβλεπόταν ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που θα επωφεληθούν από τον αναβαλλόμενο φόρο θα πρέπει να εκδώσουν τίτλους δικαιωμάτων κτήσεως κοινών μετοχών, η αξία των οποίων θα αντιστοιχεί στο 110% του οφέλους από τον αναβαλλόμενο φόρο. Τα δικαιώματα αυτά θα τα παραχωρήσουν δωρεάν στο Δημόσιο, το οποίο με τη σειρά του θα μπορεί να τα μετατρέψει σε μετοχές, ακόμη και να τα πουλήσει. Ετσι, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή πτώχευσης, το Δημόσιο θα έχει αντιστάθμισμα έναντι των χρημάτων που θα πρέπει να καταβάλει στις τράπεζες για να καλύψει τον αναβαλλόμενο φόρο.
Αναλυτικά, η Επίτροπος Βέστεϊγιερ δήλωσε τα εξής για τη λύση που βρέθηκε στο ζήτημα των κρατικών εγγυήσεων σε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις:
"Την τελευταία διετία, οι υπηρεσίες μου και εγώ συνεργαστήκαμε με την Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων ανταγωνισμού που αφορούν τις κρατικές εγγυήσεις για τις λεγόμενες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA).
Εκφράζω την ικανοποίησή μου για το ότι συμφωνήσαμε πλέον, και με τα τέσσερα αυτά κράτη μέλη, να θέσουμε τέλος στις στρεβλώσεις που προκαλούν οι εν λόγω κρατικές εγγυήσεις, πράγμα που αποδεικνύει ότι η στενή συνεργασία μπορεί να μας βοηθήσει να επιλύσουμε ακόμη και τα πιο δύσκολα προβλήματα.
Οι τράπεζες δημιουργούν αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις στους λογαριασμούς τους με την προοπτική ότι θα καταβάλλουν λιγότερους φόρους στο μέλλον, αναβάλλοντας την έκπτωση μιας δαπάνης ή ζημίας από το φορολογητέο εισόδημά τους. Ωστόσο, θα λάμβαναν φορολογική έκπτωση από το Δημόσιο μόνον εάν είχαν θετικό φορολογητέο εισόδημα στο σχετικό μελλοντικό έτος.
Στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, το Δημόσιο χορηγούσε εγγύηση για τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις με σκοπό, όπως ανέφεραν οι σχετικές αρχές, να διασφαλιστεί ότι δεν θα τιμωρούνται οι τράπεζες επειδή προέβησαν σε "προβλεπόμενες" πληρωμές φόρων προς το Δημόσιο. Ανταλλάξαμε πληροφορίες με τα τέσσερα κράτη μέλη και αναλύσαμε τα ποσά που οι τράπεζες είχαν πράγματι καταβάλει ως φόρους εισοδήματος τα προηγούμενα έτη. Διαπιστώσαμε έτσι, ότι τα εν λόγω καθεστώτα εγγυήσεων είχαν αρχίσει να αποκλίνουν από τον αρχικό τους σκοπό: το Δημόσιο χορηγούσε εγγυήσεις σε όλες τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, το Δημόσιο δεσμευόταν ότι θα επέστρεφε στις τράπεζες τις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, ακόμη και αν μια τράπεζα ήταν ζημιογόνος και δεν είχε καταβάλει καθόλου φόρο εισοδήματος όταν δημιούργησε τις σχετικές απαιτήσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις δεν αντιστοιχούσαν σε "προβλεπόμενη" πληρωμή φόρου εισοδήματος. Αντιθέτως, οι εγγυήσεις του Δημοσίου ενείχαν τον κίνδυνο χορήγησης στις εν λόγω τράπεζες αδικαιολόγητου πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών τους.
Και τα τέσσερα κράτη μέλη έχουν αλλάξει πλέον τα καθεστώτα τους. Έχουν θέσει τέλος στη δημιουργία νέων εγγυημένων από το Δημόσιο αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε προβλεπόμενη καταβολή φόρων εισοδήματος. Επιπλέον, όσον αφορά στο υφιστάμενο απόθεμα αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων με εγγύηση του Δημοσίου, όλα τα κράτη μέλη έχουν θεσπίσει σύστημα για την επαρκή αποζημίωση του Δημοσίου για την εγγύηση. Στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι τράπεζες θα καταβάλλουν ετήσιες πληρωμές για την εγγύηση που λαμβάνουν. Στην Ελλάδα και την Πορτογαλία, το Δημόσιο θα λαμβάνει αποζημίωση με τη μορφή μετοχών σε περίπτωση που χρειαστεί να πληρώσει αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις σε ζημιογόνο τράπεζα.
Το αποτέλεσμα αυτό είναι θετικό τόσο για τους φορολογουμένους όσο και για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα. Επιτρέπει στην Επιτροπή να περατώσει τη σχετική συζήτηση με τα εν λόγω κράτη μέλη."