Αν ο Ματέο Ρέντσι χάσει στο επικείμενο δημοψήφισμα, η πολιτική αστάθεια θα μπορούσε να γίνει και πάλι η νέα νόρμα για την Ιταλία και μάλιστα στην χειρότερη στιγμή για τη χώρα.
Του Christopher Dembik, Επικεφαλής Μακροοικονομικών Αναλύσεων της Saxo Bank.
Πράγματι, μέχρι στιγμής το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν έχει επιλυθεί και φαίνεται ακόμη πιο πιθανό ότι η χώρα δεν θα πετύχει τους στόχους ανάπτυξης και μείωσης ελλείμματος το 2016 και το 2017.
Τα κόκκινα δάνεια, σε ποσοστό του συνολικού δανειακού κεφαλαίου, φτάνουν το 1,5% στη Βρετανία, 5% στη Γαλλία και 18% στην Ιταλία. Συνολικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον Ιταλικό τραπεζικό κλάδο φτάνουν τα 400 δις ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 20% του ΑΕΠ της Ιταλίας.
Ωστόσο, μόνο το 10% αυτού του ποσού ενέχει πραγματικό άμεσο κίνδυνο. Είναι μεν σε κρίσιμο επίπεδο, αλλά, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν άλυτο πρόβλημα. Αυτό που λείπει είναι η πολιτική θέληση για δράση.
Στην πραγματικότητα, κατά την άποψή μου, οι Ιταλικές τράπεζες είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος. Το κύριο πρόβλημα για την Ιταλία είναι η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης, παρά τις διαρθρωτικές αλλαγές. Από την αρχή της παγκόσμιας οικονομική κρίσης, η Ιταλία βυθίστηκε σε τριψήφια ύφεση.
Η χώρα ξεκίνησε, με δυσκολίες ομολογουμένως, να ορθοποδεί πέρυσι, αλλά το ΑΕΠ παραμένει 10% κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα και δεν διαφαίνεται καμία πραγματική ελπίδα για βελτίωση διαρκείας βραχυ- και μεσο-πρόθεσμα. Αντιθέτως, η κατάσταση είναι χειρότερη απ’όσο πιστεύουμε: τα τελευταία 15 χρόνια, ο ΑΕΠ σε σταθερές τιμές δεν έχει αυξηθεί ούτε καν απειροελάχιστα. Μετράμε δηλαδή δεκαπέντε χρόνια μηδενικής ανάπτυξης!
Οι κύριοι παράγοντες ώθησης της Ιταλικής οικονομίας σημειώνουν αρνητική πορεία. Ο περιβόητος “Made in Italy” κλάδος (με άλλα λόγια, ο βιομηχανικός τομέας), ο οποίος αντιστοιχεί στο 20% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, δείχνει ανησυχητικά σημάδια επιβράδυνσης.
Ο μεταποιητικός δείκτης PMI τον Αύγουστο συρρικνώθηκε σε αρνητικά πρόσημα για πρώτη φορά σε ενάμιση χρόνο, γεγονός το οποίο υποδεικνύει ότι οι εταιρείες θα είναι μάλλον διστακτικές και δεν θα κάνουν επενδύσεις στο δεύτερο εξάμηνο, ενώ ενδέχεται να προχωρήσουν σε πώληση του inventory τους.
Η χαμηλότερη καταναλωτική εμπιστοσύνη από την αρχή του έτους αποτελεί ακόμη ένα ισχυρό σημάδι ότι ο δρόμος προς την ανάκαμψη θα είναι μακρύς και περίπλοκος. Μέχρι στιγμής, μόνο οι εξαγωγές παραμένουν σε σταθερά επίπεδα, αλλά για πόσο ακόμη;
Το δεύτερο τρίμηνο, οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 2,4% σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της υψηλότερης ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού τομέα και, το κυριότερο όλων, την χαμηλότερη ισοτιμία του ευρώ. Ωστόσο, η οικονομική επιβράδυνση θεωρείται σχεδόν βέβαιη έως το τέλος του 2016 εξαιτίας της υψηλής έκθεσης του τομέα στην πτωτική τάση των αναδυόμενων αγορών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο κυβερνητικός στόχος ανάπτυξης 1,2% για φέτος είναι απλά ανέφικτος. Με το ρυθμό ανάπτυξης στο τέλος του δεύτερου τριμήνου να είναι στο 0,7%, ο ετήσιος ΑΕΠ θα φτάσει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το 0,8% το 2016, το οποίο είναι κοντά στα ποσοστά του ΑΕΠ του 2015.
Η αποτυχία του δημοψηφίσματος του Ρέντσι σίγουρα θα έβλαπτε περαιτέρω την οικονομία και θα ανέβαλλε επ’αόριστον τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Θα προκαλούσε αύξηση των spread και της κερδοσκοπίας έναντι της Ιταλικής αγοράς.
Ωστόσο, είναι απίθανο η κρίση αυτή να διαρκούσε και να αποτελούσε πραγματική απειλή για την ευρωζώνη. Πράγματι, αν κρινόταν απαραίτητο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να επέμβει με την ενεργοποίηση ενός νέου γύρου προγράμματος TLTRO, που θα βοηθήσει τις Ιταλικές τράπεζες και, αν επικρατήσει το χειρότερο δυνατό σενάριο, το οποίο είναι μάλλον απίθανο, θα μπορούσε επίσης να ενεργοποιήσει ένα πρόγραμμα αγοράς ομολόγων OMT. Λόγω της παντοδυναμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θεωρούμε ότι, για την ώρα, είναι αδύνατο να δούμε μια κρίση διαρκείας στην Ευρωπαϊκή αγορά κρατικών ομολόγων.