Η υποχώρηση που έχει επέλθει στα εισοδήματα των εργαζομένων αλλά και στα κέρδη των εταιρειών λόγω της κρίσης έχει οδηγήσει και στη μείωση των αποζημιώσεων που επιδικάζονται στα θύματα τροχαίων ατυχημάτων, καθώς οι δικαστές «υποχρεώνονται» από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες να αναγνωρίζουν στα θύματα τροχαίων ατυχημάτων λιγότερες οικονομικές διεκδικήσεις.
Αν και δεν μπορούν να συναχθούν ακριβή συμπεράσματα, ελλείψει επίσημων στατιστικών στοιχειών, σχετικά με το πόσο έχουν μειωθεί οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται σε βάρος των ασφαλιστικών εταιρειών, κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ότι η μείωση για τις ψυχικές οδύνες, για παράδειγμα, μπορεί να φθάνει σήμερα και το 40%, ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως υψηλό. Οδηγεί, μάλιστα, σε μεγάλο περιορισμό των συνολικών – ετήσιων αποζημιώσεων τις οποίες καταβάλλουν οι ασφαλιστικές μετά από τις προσφυγές θυμάτων στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Οι ίδιοι κύκλοι προσθέτουν ότι οι μειωμένες αποζημιώσεις στον κλάδο Ασφάλισης Οχημάτων αποδίδονται και σε άλλες παραμέτρους, όπως:
– Στη γήρανση του στόλου με τα κυκλοφορούντα οχήματα, οι επισκευές των οποίων κοστίζουν σαφώς λιγότερα έναντι των καινούργιων, ενώ λιγότερο κοστίζει και η αντικατάσταση τους σε περίπτωση κλοπής ή ολικής καταστροφής.
-Στις μειωμένες τιμές ανταλλακτικών στις οποίες έχουν προβεί τα δίκτυα των αντιπροσώπων αυτοκινήτων ώστε να περιορίσουν τη φυγή των πελατών τους προς τα μη εξουσιοδοτημένα συνεργεία.
– Στην κυκλοφορία λιγότερων οχημάτων λόγω της κρίσης (περιορισμένες πωλήσεις – καταθέσεις πινακίδων στις εφορίες).
– Στον περιορισμό των συμπληρωματικών καλύψεων τις οποίες συμπεριλαμβάνουν οι κάτοχοι οχημάτων στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, προκειμένου να περιορίσουν το ύψος του ασφαλίστρου.