Με το «σταγονόμετρο» παρέχουν τα φάρμακα στους ασθενείς οι φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης, λόγω των σοβαρών ελλείψεων, για τις οποίες όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου της πόλης, Διονύσης Ευγενίδης, ευθύνονται οι μειωμένες εισαγωγές και οι αυξημένες εξαγωγές.
Στον κατάλογο των φαρμάκων που είναι σε έλλειψη και ο οποίος κοινοποιήθηκε από τον ΦΣΘ, περιλαμβάνονται ενέσιμα για την οστεοπόρωση, ινσουλίνες, φάρμακα για τον διαβήτη, αντιπηκτικά, μυοχαλαρωτικά, φάρμακα για τη χοληστερίνη, την επιληψία, την ακράτεια, τη ΧΑΠ, τη στυτική δυσλειτουργία, βρογχοδιασταλικά, ψυχιατρικά, ηρεμιστικά, το εμβόλιο ιλαράς – παρωτίτιδας – ερυθράς, καθώς και το εμβόλιο διφθερίτιδας – τετάνου – κοκύτη – πολιομυελίτιδας – αιμόφιλου ινφλουέντζας τύπου Β.
«Η τακτική που εφαρμόζει ο ΕΟΦ με την απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών συγκεκριμένων σκευασμάτων δεν αποδίδει. Κι αυτό διότι έχει έναν πολύ συγκεκριμένο και σύντομο χρονικό ορίζοντα. Συνεπώς για το διάστημα που ισχύει η απαγόρευση, οι εξαγωγείς κρατάνε τα φάρμακα στις αποθήκες τους και, μόλις λήξει, τα εξάγουν μαζικά. Ο μόνος τρόπος να αποδώσει το μέτρο αυτό είναι να επιβάλει ο ΕΟΦ απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών για πάνω από έναν χρόνο, γεγονός που δεν θα επιτρέπει στους εξαγωγείς να αποθηκεύουν τα φάρμακα, αφού αυτά θα κινδυνεύουν να λήξουν και δεν θα μπορούν να τα εξαγάγουν» τονίζει ο κ. Ευγενίδης.
Φαρμακοποιοί της Θεσσαλονίκης αναφέρουν ότι αναγκάζονται να αναζητούν φάρμακα σε φαρμακεία άλλων πόλεων, ενώ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση φαρμακοποιού στην Περαία, ο οποίος για να μην αφήσει ακάλυπτους τους ασθενείς έως ότου βρεθεί το φάρμακο, άνοιξε ένα κουτί, που είχε, και έδωσε από 10 χάπια σε τρεις. Σε κάποιες περιπτώσεις οι φαρμακοποιοί επιστρέφουν στον ασθενή τη συνταγή και του προτείνουν να συμβουλευτεί τον γιατρό του, ώστε να αλλάξει τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί, για να μη χρειαστεί να την καθυστερήσει ή να τη διακόψει. Σύμφωνα με τους φαρμακοποιούς, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, ειδικά όταν πρόκειται για διαβητικούς που κάνουν ινσουλίνη ή για ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα.
«Υπάρχουν κάποια φάρμακα που είναι μόνιμα σε έλλειψη. Αυτό σημαίνει ότι εδώ και τριάμισι χρόνια είτε δεν τα έχω βρει ποτέ, είτε κατάφερα να τα βρω πολύ δύσκολα» λέει η Μαρία Οικονομοπούλου, που διατηρεί φαρμακείο στην Καλαμαριά. Αναφέρει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα την έλλειψη δύο φαρμάκων για την οστεοπόρωση και ενός αντιπηκτικού. «Μάλιστα, για το αντιπηκτικό η φαρμακευτική εταιρεία ζητά να κάνω παραγγελία ύψους 300 ευρώ, για να μπορέσει να μου το προμηθεύσει» λέει. Αναφέρει επιπλέον ότι σε έλλειψη είναι και φάρμακα για την ακράτεια, τη χοληστερίνη, τη στυτική δυσλειτουργία, ινσουλίνες, αλλά και εμβόλια για την ιλαρά.
«Στις περιπτώσεις αυτές κάνουμε ανταλλαγή με τους συναδέλφους. Έχει συμβεί να πάρω φάρμακο από συνάδελφο της Χαλκιδικής και να στείλω φάρμακο σε συνάδελφο στην Καβάλα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εταιρείες που είναι πιο ελαστικές και μας προμηθεύουν ακόμη και ένα κουτί φαρμάκου, όταν το παραγγείλουμε. Οι κατηγορίες των ασθενών που δυσκολεύονται περισσότερο, είναι οι διαβητικοί και οι καρδιοπαθείς, διότι δεν είναι εύκολο να αλλάξουν θεραπεία. Δεν έχουν πολλές εναλλακτικές. Επιπλέον και οι γιατροί δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τη θεραπεία των ασθενών τους» εξηγεί η κ. Οικονομοπούλου.
«Τραγική» χαρακτηρίζει την έλλειψη φαρμάκων και ο φαρμακοποιός Παύλος Φωτιάδης που διατηρεί φαρμακείο στην Περαία. Επισημαίνει ότι έχει μεγαλώσει η λίστα των φαρμάκων που είναι σε έλλειψη, αλλά τελικά βρίσκονται, ενώ υπάρχουν δύο-τρία φάρμακα που είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρεθούν. Αναφέρει μάλιστα ότι υπήρχε μήνας που είχε μόνο ένα κουτί από ένα συγκεκριμένο φάρμακο για την ακράτεια. «Το άνοιξα και μοίραζα ανά 10 χάπια σε τρεις ασθενείς, για να μην τους αφήσω ακάλυπτους μέχρι να βρω κι άλλο κουτί. Μάλιστα, το συγκεκριμένο φάρμακο δεν είναι καν δηλωμένο στον ΕΟΦ ότι είναι σε έλλειψη» τονίζει ο κ. Φωτιάδης και προσθέτει: «Η μεγαλύτερη βοήθεια είναι η συνεργασία μεταξύ των φαρμακοποιών. Εάν σε μια βδομάδα δεν βρω ένα φάρμακο, δεν θα το βρω με τίποτα. Οπότε ο ασθενής, εφόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό, πρέπει να αλλάξει φαρμακευτική αγωγή με συμβουλή γιατρού».
Σύμφωνα με τον ίδιο, στην πλειονότητά τους οι φαρμακευτικές εταιρείες στέλνουν φάρμακα απευθείας στο φαρμακοποιό που τα παραγγέλνει, διότι θέλουν να αποφύγει τον μεσολαβητή χονδρέμπορο-φαρμακέμπορο, ενώ μόνο μία με δύο εταιρείες έχουν πλαφόν. Η απευθείας εξυπηρέτηση των φαρμακείων δεν είναι κακή πρακτική, απλώς, από τη στιγμή που θα σταλεί η παραγγελία, απαιτούνται τρεις μέρες για να εκτελεστεί, οπότε στο διάστημα αυτό, το φάρμακο παραμένει σε έλλειψη. Αντίθετα, η φαρμακαποθήκη, εάν το έχει, μπορεί να το προμηθεύσει άμεσα.
«Το σοβαρό πρόβλημα είναι οι εξαγωγές φαρμάκων που κάνουν εταιρείες και φαρμακαποθήκες και από τις οποίες κερδίζει και το κράτος, αφού εισπράττει το ΦΠΑ και δεν χρειάζεται να τον επιστρέψει» προσθέτει ο κ. Φωτιάδης.
Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και η Νικολίνα Μπιτζελή, που διατηρεί φαρμακείο στη Νεάπολη, η οποία μάλιστα επισημαίνει ότι είναι σε έλλειψη φάρμακα για την οστεοπόρωση, την επιληψία καθώς κι ένα συγκεκριμένο φάρμακο για την ακράτεια (το ίδιο με εκείνο που ανέφερε ο κ. Φωτιάδης) το οποίο δεν έχει αντίγραφο.
«Ψάχνω από φαρμακείο σε φαρμακείο για να βρω το φάρμακο για τον ασθενή μου και στη χειρότερη περίπτωση δηλώνω πλήρη αδυναμία και του δίνω πίσω τη συνταγή, διότι δεν μπορώ να την εκτελέσω. Συνήθως, τον έναν θα τον εξυπηρετήσω. Παίρνω στη φαρμακαποθήκη και δεν μου απαντά καν. Οπότε απευθύνομαι κατευθείαν στη φαρμακευτική εταιρεία, η οποία έχει άλλη τακτική. Βάζει όρους και προϋποθέσεις. Δηλαδή, για να προμηθευτώ ένα φάρμακο που κοστίζει 15 ευρώ, με υποχρεώνει να κάνω παραγγελία 150 ευρώ, για να το πάρω. Αλλιώς δεν το φέρνει. Έτσι αναγκάζομαι να αγοράσω και άσχετα πράγματα και τα πληρώνω τοις μετρητοίς. Αρκετές φορές έχω βρει φάρμακα που μου έλειπαν από συναδέλφους σε Σέρρες και Κατερίνη» σημειώνει.
Σύμφωνα με την κ. Μπιτζελή, η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη, καθώς φάρμακα που οι φαρμακοποιοί τα θεωρούσαν δεδομένα δεν τα βρίσκουν. Τονίζει: «Φταίει η χαμηλή τιμή των φαρμάκων στη χώρα μας. Όσο πέφτει η τιμή τους, δεν υπάρχει όφελος για την εταιρεία, οπότε δεν τα διαθέτει στην ελληνική αγορά αλλά στο εξωτερικό, όπου τα πουλά ακριβότερα. Οι εταιρείες κοιτάζουν την τσέπη τους κι όχι το όφελος του ασθενούς. Επίσης, η φαρμακαποθήκη θέλει να βγάλει κέρδος. Από τον φαρμακοποιό θα κερδίσει ένα 7%, ενώ, αν κάνει εξαγωγή φαρμάκων, 100%. Συνεπώς τα εξάγει».