του ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Με στόχο την αύξηση της διαφάνειας στις κεφαλαιαγορές και της προστασίας των επενδυτών κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο του υπουργείου οικονομικών για την νέα κοινοτική οδηγία MiFiD II που θα ισχύσει από τη συνεδρίαση της 3ης Ιανουαρίου του 2018. Ταυτόχρονα με το νέο νομοσχέδιο που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αυξάνονται και τα πρόστιμα σε φυσικά πρόσωπα σε 5 εκατ. από 3 εκατ. για παραβάσεις της χρηματιστηριακής νομοθεσίας ενώ για τα νομικά πρόσωπα τα πρόστιμα μπορούν να φθάσουν τα 15 εκατ. ευρώ ή το 10% επί του συνολικού τζίρου.
Mε την εφαρμογή της MiFID II επιβάλλεται τόσο στις επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ) που θα ονομάζονται πλέον «Επιχειρήσεις Επενδύσεων», όσο και στα πιστωτικά ιδρύματα, η υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι συναλλαγές τους σε μετοχές θα γίνονται μόνο σε ρυθμιζόμενους τόπους διαπραγμάτευσης ή σε ισοδύναμους τόπους διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας. Αυτό σημαίνει ότι περιορίζονται οι εξωχρηματιστηριακές συναλλαγές (OTC) σε μετοχές. Επίσης, εντάσσεται στο υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο ένα νέο είδος πολυμερούς τόπου διαπραγμάτευσης, ο Οργανωμένος Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης (Organised Trading Facility-OTF). Πρόκειται για οργανωμένες πλατφόρμες όπου πραγματοποιούνται σημαντικές συναλλαγές σε μη μετοχικούς τίτλους. Με την αλλαγή αυτή θα διασφαλισθεί η λειτουργία με ίσους όρους διαφάνειας σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης.
Για να διευκολυνθεί η καλύτερη πρόσβαση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στις κεφαλαιαγορές, καθιερώνεται ειδική αγορά που θα λειτουργεί ως Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης με συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Εισάγονται ρυθμίσεις για ελέγχους συναλλαγών μέσω αλγορίθμων ή συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα.
Με τη MiFID II επεκτείνονται οι κανόνες προ -και μετα-συναλλακτικής διαφάνειας, και ισχύουν όχι μόνο σε μετοχές όπως σήμερα, αλλά και σε άλλους τίτλους, όπως τα ομόλογα και τα παράγωγα. Επιπλέον, με τις απαιτήσεις για συλλογή όλων των δεδομένων της αγοράς σε ένα μέρος, οι επενδυτές θα μπορούν να έχουν μια σφαιρική εικόνα όλων των συναλλακτικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που θα τους βοηθάει να προβαίνουν σε επιλογές έχοντας πληρέστερη πληροφόρηση.
Ειδικότερα οι ΕΠΕΥ θα πρέπει να χρεώνουν στους πελάτες τους για «υπηρεσίες ανάλυσης» και αν δεν θέλουν να το πράξουν, θα πρέπει να δημοσιοποιήσουν ποιες επιμέρους κατηγορίες πελατών απαλλάσσουν από τη σχετική δαπάνη. Επίσης οι ΕΠΕΥ πρέπει να ενημερώνουν άμεσα τον επενδυτή που είναι τοποθετημένος σε μοχλευμένα προϊόντα, όταν η απώλεια του κάθε προϊόντος υπερβεί το 10% του κεφαλαίου του.
Οι ευρωπαϊκές αρχές κεφαλαιαγορών και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις θα είναι σε θέση να απαγορεύουν συγκεκριμένα προϊόντα, υπηρεσίες ή πρακτικές εάν κρίνουν ότι απειλείται η προστασία των επενδυτών, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή η εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Προβλέπεται επίσης ισχυρότερη εποπτεία των αγορών παραγώγων επί εμπορευμάτων.
Εισάγεται η υποχρέωση αναφοράς της θέσης ανά κατηγορία διαπραγματευόμενου. Με τον τρόπο αυτό θα επιτραπεί στις εποπτικές αρχές αλλά και στους συναλλασσόμενους να αξιολογούν καλύτερα το ρόλο της κερδοσκοπίας στις αγορές αυτές. Υπό το φόβο της διαταραχής κυρίως των ευαίσθητων αγορών π.χ. τρόφιμα ή καύσιμα θα υπάρχει η δυνατότητα άμεσης παρέμβασης σε κάθε στάδιο συναλλαγής.