Toυ ΑΝΕΣΤΗ ΝΤΟΚΑ
Τοξικό παραμένει το οικονομικό περιβάλλον για περισσότερες από 20 εισηγμένες με το ξεκίνημα του 2018, αφού οι τραπεζικές τους υποχρεώσεις προσεγγίζουν τα 4,5 δισ. ευρώ και ταυτόχρονα εμφανίζουν αρνητικά ίδια κεφάλαια που υπερβαίνουν το 1 δισ. ευρώ.
Οι εισηγμένες με αρνητικά ίδια κεφάλαια υποχρεώνονται από τη χρηματιστηριακή νομοθεσία να προχωρήσουν σε αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου σε διάστημα 8-12 μηνών για να αποφύγουν το μοιραίο, που είναι η πτώχευση. Δεδομένης της απροθυμίας των περισσοτέρων μετόχων τους να βάλουν το χέρι στην τσέπη, θεωρείται μαθηματικά βέβαιο ότι πολλές εξ αυτών, ακόμη και εάν βρίσκονται σε λειτουργία, θα περάσουν στον έλεγχο των πιστωτών που θα αναζητήσουν funds για να τις πουλήσουν με χαμηλό αντίτιμο.
Διαφορετικά, ο άλλος δρόμος είναι η διάλυση και η εκκαθάριση. Μόνη λύση είτε να βρει χρήματα ο βασικός μέτοχος και να αναχρηματοδοτήσει τον δανεισμό, είτε να εξαγοραστεί η εταιρεία από ανταγωνιστή για να συνεχίσει την πορεία ως θυγατρική.
Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι μια μικρή ομάδα εισηγμένων έχει καταφέρει να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της και να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του δανεισμού είτε να εισέλθει στρατηγικός επενδυτής που θα εξομαλύνει την αρνητική θέση των εταιρειών.
Για παράδειγμα, η θετική εξέλιξη στην εισηγμένη «Νίκας», με την είσοδο του επιχειρηματία Σπ. Θεοδωρόπουλου ή την επίτευξη συμφωνίας με τους πιστωτές τους από «Lavipharm» και «Βαράγκης» αλλά και oι αποφάσεις των διοικήσεων σε «Σφακιανάκης» και «Τζιρακιάν» για αντίστοιχες αυξήσεις κεφαλαίου είναι καλές ενδείξεις ότι οι αρκετές εταιρείες έχουν αντιληφθεί ότι ο χρόνος που έχει χαθεί είναι μεγάλος και πρέπει να επανεκκινήσουν από καλύτερη βάση και να αφήσουν στο παρελθόν τις κακές επενδυτικές επιλογές. Βέβαια, υπάρχουν και περιπτώσεις εισηγμένων που καθυστερούν δραματικά να ρυθμίσουν τις υποχρεώσεις τους όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της Euromedica, της «Τρόπαια» και της ΑΕΓΕΚ. Οπως υπογραμμίζουν τραπεζικά στελέχη που εμπλέκονται στις αποφάσεις για τις υπερδανεισμένες επιχειρήσεις, «δυστυχώς αρκετοί βασικοί μέτοχοι έχουν αφήσει τις εταιρείες τους αδιαφορώντας εάν πτωχεύσουν, και προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο και μάλιστα υποστηρίζουν ότι συζητούν είτε για συγχωνεύσεις με ανταγωνίστριες εταιρείες είτε να βρουν αγοραστές από το εξωτερικό». Δυστυχώς, όμως, οι εταιρείες αργοπεθαίνουν, αφού συνεχίζουν να εμφανίζουν αρνητικό EBITDA (ζημίες προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) για περισσότερα από τρία χρόνια που είναι ένα ασφαλές δείγμα ότι η επιχείριση οδεύει προς τη χρεοκοπία. Αυτές οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα προέρχονται από σημαντικούς κλάδους δραστηριότητας όπως οι κατασκευές, η ανάπτυξη ακινήτων, τα νοσοκομεία, η πληροφορική, τα ΜΜΕ, η ακτοπλοΐα, η κλωστοϋφαντουργία, το εμπόριο.
Βέβαια, το οικονομικό περιβάλλον παραμένει δύσκολο και μία εταιρεία, που δεν είχε καλή εταιρική φήμη στο παρελθόν, σήμερα πολύ δύσκολα μπορούν να την εμπιστευθούν ακόμη και ανταγωνιστές, αφού ένα από τα θέματα που προκύπτει στις διαπραγματεύσεις είναι το τίμημα. Υπάρχουν ιδιοκτήτες υπερχρεωμένων εταιρειών που ακόμη και σήμερα, ύστερα από 9 χρόνια σκληρής ύφεσης, πιστεύουν ότι μπορούν να αποτιμούν την επιχείρησή τους όσο κόστιζε πριν από μία δεκαετία στηριζόμενοι στην τότε αξία του εμπορικού σήματος.