Μια σειρά από μεταλλικά γλυπτά, μεγάλων διαστάσεων παρουσιάζει ο γλύπτης και Καθηγητής της Α.Σ.Κ.Τ. Γιώργος Χουλιαράς, στη νέα του έκθεση, «Γλυπτικές αισθήσεις», στην γκαλερί Ευριπίδη.
Η καινούργια του δουλειά χαρακτηρίζεται από γλυπτικές συνθέσεις που ξεκίνησαν ως ιδέα από την δεκαετία του ’90 και αναπτύχθηκαν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με την επιστροφή του στο εργαστήριο μετά από την θητεία του ως δασκάλου στην Α.Σ.Κ.Τ..
Το νέο στοιχείο που πραγματεύτηκε αυτή την περίοδο ήταν ο τρόπος χρήσης του υλικού, καθώς αξιοποίησε υπολείμματα υλικού προηγούμενων εργασιών και όπως σημειώνει: «…όσο και αν φαίνεται περίεργο, ήταν ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν την γλυπτική εικόνα της τωρινής δουλειάς μου, που χαρακτηρίζεται από την κάθετη, γραμμική και όχι μόνο διατύπωση και εξέλιξη της σύνθεσης, τη διαφάνεια και διαπερατότητά της και την προσπάθεια γλυπτικής απόδοσης αισθήσεων».
Η επιλογή της κάθετης γραμμικής σύνθεσης και η εξέλιξή της, σε πλαστικά επεισόδια δίνει την δυνατότητα εικονοποίησης αισθήσεων, οι οποίες ανάλογα με την διαχείρισή τους παραπέμπουν συνειρμικά σε κοινές εικόνες και εμπειρίες.
«Δεν έχω τη φιλοδοξία να εικονογραφήσω τις εποχές, πράγμα που με ξεπερνάει, γι΄αυτό και τα τιτλοφορώ «της άνοιξης», «του καλοκαιριού», «του χειμώνα». Θέλω, να δώσω μέσα από τους κάθετους άξονες που εξελίσσονται σε πλαστικά γεγονότα, τη δύναμη και ορμή της άνοιξης, τον νυχτερινό ρεμβασμό του καλοκαιριού και την παγερότητα του χειμώνα» μια γλυπτική του προσωπικού συναισθήματος και του ιδιωτικού χώρου, όπως τονίζει ο ίδιος ο γλύπτης.
Παράλληλα, με τα μεγάλα παρουσιάζει και ένα σύνολο μικρών γλυπτών, στα οποία κυριαρχεί η ανθρώπινη φιγούρα σε διάφορες εκδοχές. Πάνω τους καταγράφονται σκέψεις για μεγαλύτερα γλυπτά που έγιναν ή θα γίνουν ή δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ, αποτελούν ένα ημερολόγιο, όπου υπάρχουν μνήμες, επιθυμίες, προσδοκίες.
Ο Γιώργος Χουλιαράς παραμένει πιστός, σε μια Γλυπτική, που όπως υποστηρίζει στο κείμενό του, που προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης: «κουβαλάει την παλιά, αργή διαδικασία του κτισίματος και της οργάνωσης του συναισθήματος, παράλληλα με την διαχείριση του υλικού και του χώρου, στην εμφάνιση της προσωπικής εικόνας. Μια Γλυπτική, που δεν περιγράφει, αλλά ανακαλεί και καλεί σε συμμετοχή με καθαρή συνείδηση».